http://aaxou.blogspot.gr

http://aaxou.blogspot.gr-ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ ΕΚΠ/ΚΩΝ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ...ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΑΛ. ΧΟΥΛΙΑΡΑ...Μέσα σε ένα σύγχρονο και συνεχώς εξελισσόμενο περιβάλλον ο δάσκαλος σήμερα καλείται να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις και προκλήσεις της εποχής. Μέσα σ΄αυτές είναι και ο νέος ψηφιακός κόσμος που μας αγκαλιάζει όλους . Στο καινούριο αυτό περιβάλλον θέλοντας να ανταποκριθώ στις νέες προοπτικές που ανοίγει η τεχνολογία, επιχειρώ μέσα από τον ιστότοπο αυτό να προβάλλω τη δική μου ταυτότητα, να δώσω το δικό μου στίγμα πιστεύοντας πως οι φωνές μας , οι φωνές των παιδιών μας είναι αυτές που μπορούν να υποσχεθούν έναν καλύτερο και γεμάτο αισιοδοξία κόσμο. Με τιμή ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΛ. ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ..ΔΑΣΚΑΛΟΣ ...Η παιδεία είναι πανηγύρι της ψυχής, γιατί σ' αυτήν υπάρχουν πολλά θεάματα και ακούσματα της ψυχής...Σωκράτης...Αθηναίος φιλόσοφος.. .

ΠΡΟΣΦΑΤΑ...1

ΠΡΟΣΦΑΤΑ...2

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

  Η λαογραφία εξετάζει τον πολιτισμό των διαφόρων λαών. Και μάλιστα τον καθένα χωριστά, όπως π.χ. και η Ιστορία. 
                Πιο ειδικά, η λαογραφία εξετάζει το λαϊκό πολιτισμό.
                Όταν μιλάμε για πολιτισμό εννοούμε τα έργα και τον τρόπο ζωής ανθρώπων, που είναι οργανωμένοι σε ομάδες. Εννοούμε τα υλικά και πνευματικά έργα (π.χ. οικοδομήματα, μηχανές, έργα τέχνης, επιστήμες), τις κοινωνικές, τις οικονομικές και άλλες σχέσεις που έχουν μεταξύ τους.
                Το επίθετο λαϊκός, που συνοδεύει τον πολιτισμό όπως τον εξετάζει η λαογραφία, σημαίνει ότι αυτή ενδιαφέρεται για εκείνα τα έργα του πολιτισμού, που δημιουργούνται πάνω σε μια βάση ομαδική. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου εύκολο πολλές φορές να γνωρίζουμε το όνομα εκείνου που πρωτοδημιούργησε κάτι, π.χ. το δημοτικό τραγούδι για το «ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ» ή το λαϊκό παραμύθι για τη «ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ». Γι’ αυτό μάλιστα το λόγο ορισμένοι λένε το λαϊκό πολιτισμό και ανώνυμο, σε αντίθεση με τον επώνυμο πολιτισμό (δεν τον εξετάζει η λαογραφία). Όμως η ανωνυμία του λαϊκού πολιτισμού δεν υπάρχει πάντα. Έχουμε έργα λαϊκής τέχνης (π.χ. κεραμικά, κεντήματα, ζωγραφιές κ.ά.), που οι τεχνίτες τους είναι γνωστοί, αφού φρόντισαν μάλιστα να γράψουν το όνομά τους πάνω σ’ αυτά. Και όλα αυτά είναι έργα λαϊκού πολιτισμού, γιατί οι άνθρωποι που τα δημιούργησαν συμφωνούσαν ολότελα με τα γούστα και τις ιδέες των πολλών, για τους οποίους και τα δημιούργησαν. Και αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού που λέμε λαϊκό: η ομαδική (συλλογική) συμφωνία και η ψυχική συμμετοχή σε ένα έργο.
                Η ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα παλαιά, αλλά και για την παράδοση, δηλαδή, για παλαιά που έχουν φτάσει στη σύγχρονη εποχή.
                Κάθε λαός πρέπει να ενδιαφέρεται γι’ αυτό που του έχει παραδοθεί από το παρελθόν του. Η παράδοσή του έρχεται από εποχές μακρινές κι όχι τόσο γνωστές ίσως. Η λαογραφία, χωρίς να ζητεί διόλου από τους ανθρώπους να γυρίσουν στο παρελθόν - αυτό άλλωστε είναι κάτι αφύσικο και αδύνατο - τους βοηθάει να γνωρίζουν τη λαϊκή τους παράδοση.

                                                                                     Μιχάλης Γ. Μερακλής
                                                                          Ομότιμος Καθηγητής Λαογραφίας
                                                                               του Πανεπιστημίου Αθηνών 

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
Ο πρώτος μήνας του έτους, κοινώς Γενάρης. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του θεού των Ρωμαίων Ιανού, ο οποίος θεωρούταν προστάτης των πρώτων αρχών και αιτίων. Η καθιέρωση του ως πρώτου μήνα του έτους έγινε το 450 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Για τους αρχαίους Έλληνες η πρώτη του έτους ήταν η  21η Ιουνίου. Οι Βυζαντινοί ακολούθησαν τους Ρωμαίους στο ζήτημα του ημερολογίου και έτσι καθιέρωσαν τον Ιανουάριο ως πρώτο μήνα, πράγμα που  διατηρήθηκε και στο Ιουλιανό ημερολόγιο και εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.
                Ο λαός μας έχει διάφορες ονομασίες για τον Ιανουάριο. Ο Γενάρης είναι & Γεννολοητής, παρετυμολογικά, γιατί τότε γεννοβολούν τα κοπάδια, Γατομήνας, επειδή σ’ αυτόν ζευγαρώνουν οι γάτες & Μεσοχείμωνος, γιατί είναι ο μεσαίος από τους 3 μήνες του χειμώνα. Ακόμα Κρυαρίτης (στη Μάνη) για το τσουχτερό του κρύο, αλλά & Γελαστός για τις Αλκυονίδες ημέρες του. Κλαδευτής & Καλεντέρης (Πόντος - Καππαδοκία) από τα Κάλαντα (Καλένδες) της αρχιχρονιάς. Τέλος είναι Τρανός, Πρωτάρης, Μεγάλος μήνας ή Μεγαλομηνάς, γιατί είναι ο 1ος μήνας του έτους με 31 ημέρες, αντίθετα με τον Κουτσό, τον Κουτσοφλέβαρο που ακολουθεί.
                ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                Προετοιμάζουν τα γεωργικά τους εργαλεία, όταν υπάρχουν βροχές ή χιόνια.
                Μεταφέρουν κοπριά στα κτήματα.
                Εκχερσώνουν χωράφια ή διορθώνουν φράχτες.
                Κάνουν αποστραγγιστικά χαντάκια.
                Ανοίγουν λάκκους γύρω από τα δέντρα για να δεχτούν περισσότερη βροχή ή τα ασβεστώνουν  
                Σπέρνουν πρώιμα μπιζέλια, κουκιά, κρομμύδια.
                Φυτεύουν τα φυλλοβόλα δέντρα (κερασιά, βυσσινιά, βερικοκιά, ροδακινιά κ.λ.π.), αγκινάρες, φράουλες, σπαράγγια.
                Λιπαίνουν τα δέντρα με χωνεμένη κοπριά.
                Κλάδεμα ελαιόδεντρων. 
                Επισκευή & βάψιμο κυψελών.
                Αρχίζει το άρμεγμα των προβάτων.
                Οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό κιλίμια και βελέντζες, έπλεκαν & έραβαν.
                ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                ΠΟΔΑΡΙΚΟ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ. Σε μερικά μέρη της πατρίδας μας παίρνει μορφή πραγματικής μαγικοδεισιδαιμονικής τελετουργίας. Προσέχουν (-ουμε) να συναντήσουν ή να δεχτούν πρώτο στο σπίτι τους πρόσωπο που θα τους φέρει καλοτυχία, για εκείνη την ημέρα αλλά και για όλο το έτος κυρίως. Σε μερικούς τόπους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την καλοχρονιά, το ποδαρικό το κάνει ο ίδιος ο νοικοκύρης ή ο πρωτότοκος γιος ή ένα τυχερό παιδί. Η είσοδός του μάλιστα συνοδεύεται με ορισμένες πράξεις ή ευχές. Στην Αμοργό το ποδαρικό το κάνει κάποιο μέλος της οικογένειας, καθώς γυρίζει από την εκκλησία μ’ ένα εικονισματάκι στο χέρι. Μπαίνει 2 βήματα στο σπίτι λέγοντας: «μέσα καλό!». Γυρίζει πάλι 2-3 βήματα πίσω και ξαναλέγει: «κι όξω κακό». Το κάνει αυτό 3 φορές. Τέλος, λέγοντας «μέσα καλό!» πετά ένα ρόδι να σπάσει μέσα στο σπίτι. Τα σπυριά του ροδιού που σκορπίζονται ολόγυρα, συμβολίζουν την αφθονία και την ευτυχία του σπιτιού. Κατόπιν τρώνε μια δαχτυλιά μέλι όλοι, για να είναι γλυκιά η ζωή τους όλο το χρόνο… Στην Αράχοβα μαζί με το ρόδι κρατούν κι ένα λιθάρι που το «εξοστρακίζουν» αποβραδίς, το αφήνουν δηλαδή τη νύκτα κάτω από τα άστρα. «Σαν το λιθάρι γεροί και σαν το ρόιδι γεμάτοι», φωνάζουν πετώντας τα.
                «ΑΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ». Ήταν ένα νερό, που το έπαιρναν ιεροτελεστικά από την πηγή (κρυφά & πρωί-πρωί, αφήνοντας εκεί ένα κομμάτι απ’ τη βασιλόπιτα, που την είχαν αλείψει με βούτυρο & μέλι, για να ‘ναι το σπίτι τους γλυκό και ειρηνικό όλο το χρόνο), με απόλυτη σιωπή (δεν έπρεπε να μιλήσουν σε κανέναν, μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι τους) & μ’ αυτό έπλεναν το πρόσωπό τους οι σπιτικοί & ράντιζαν τους χώρους, με την ενδόμυχη ευχή «όπως τρέχει το νερό, έτσι να τρέχουν και τα καλά στο σπίτι». Αν μιλούσαν σε κάποιον, πριν γυρίσουν στο σπίτι, το «αμίλητο νερό» έχανε τις μαγικές του ικανότητες.                             
                ΑΓΡΙΟΚΡΕΜΜΥΔΟ ή ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΙΤΣΑ (ΣΚΙΛΛΗ Η ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΑ). Έφερναν & φέρνουν στο σπίτι για την Πρωτοχρονιά το βολβοφόρο φυτό για καλοτυχία. Την κρεμούν στις εξώπορτες των σπιτιών, «…κατά του βασκάνου οφθαλμού»
                ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ. Σύμβολο της Πρωτοχρονιάς. Είναι παρούσα σ’ όλα τα σπίτια, σε χωριά & πόλεις. Το έθιμο θέλει να κόβεται και να μοιράζεται τελετουργικά (σταυρώνεται με το μαχαίρι, απ’ τον νοικοκύρη του σπιτιού, χαράσσεται στα 4 & αποδίδεται το 1ο κομμάτι στο Χριστό, το 2ο στον Αγ. Βασίλη, το 3ο στο σπίτι και το υπόλοιπο στα μέλη της οικογένειας) και το νόμισμα ή το όποιο άλλο σημάδι κρύβεται σ’ αυτή, θα δείξει τον ευνοούμενο της, για τη νέα χρονιά.
                Το κόψιμο της βασιλόπιτας είναι από τα ελάχιστα αρχέγονα έθιμα που επιβιώνουν.
                Στην αρχαιότητα υπήρχε το έθιμο του εορταστικού άρτου, τον οποίο σε μεγάλες αγροτικές γιορτές οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν στους θεούς. Τέτοιες γιορτές ήταν τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.
                Στα Κρόνια, εορτή του θεού Κ(Χ)ρόνου, που λατρεύονταν στην Ελλάδα και στα Σατουρνάλια (saturnalia) της Ρώμης, έφτιαχναν γλυκά και πίττες, μέσα στα οποία έβαζαν νομίσματα και σε όποιον τύχαινε το κομμάτι, ήταν ο τυχερός της παρέας...
                Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη βασιλόπιτα.
                Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ
                Μια ιστορία που συνέβηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια, πριν από 1500 χρόνια περίπου, στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία.
                Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια.
                Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός - τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει.
                Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη.
                Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη.
                Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό. Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.
                Οι χριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα προσέφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.
                Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά, έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι. Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας.
                Τότε όμως, ο Δεσπότης της, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ότι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά.
                Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της. Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα. Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί.
                Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου. Η βασιλόπιτα, αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την αγάπη και την καλοσύνη αυτού του Αγίου ανθρώπου.
                Το νόμισμα έχει το καθορισμένο συμβολισμό του για μας τους ορθοδόξους. Το ασημένιο ή χρυσό χρώμα του θεωρείται ότι είναι κατά της βασκανίας, το ψωμί είναι η γονική δύναμη για τα κτήματα του σπιτιού,ο δε σταυρός αντιπροσωπεύει την θεϊκή προστασία.
                ΑΪ-ΒΑΣΙΛΗΣ: Ο δικός μας άγιος Βασίλης ήταν ένας καθαρά πρωτοχρονιάτικος άγιος, κάτι ανάμεσα στον πραγματικό Ιεράρχη της Καισαρείας και σ' ένα πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας, κι έφτανε την ίδια μέρα σ' όλα τα πλάτη, από τον Πόντο ως την Επτάνησο κι από την Ήπειρο ως την Κύπρο.
                Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερ' από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ' τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε.
Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακί φορτωμένο με δώρα.
                Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: η καλή τύχη ιδιαίτερα κι η ιερατική ευλογία του. Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το μαγικό ραβδί του, απ' όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του.
                Η πατρίδα του ανατολικού Αϊ-Βασίλη είναι η Μικρά Ασία, και είναι γραμματισμένος, κατάγεται από την Καισαρεία και «βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και προσφέρει ως δώρο « τη σταθερή και διαχρονική χαρά της γνώσης» .
               Στην Δύση υπήρχε άλλος τύπος του δικού μας Αϊ-Βασίλη. Στην Ευρώπη και ιδίως στην Ολλανδία ήταν ο Sinter Klaas, ο οποίος ήταν ο προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών, έτσι όπως αυτός λατρεύτηκε στις κάτω Χώρες, κυρίως από τον 12ο αιώνα και μετά. Τον 17ο αιώνα Ολλανδοί Καλβινιστές μεταναστεύοντας στην Αμερική έπαιρναν μαζί τους και την εικόνα του Αγίου Νικολάου και έγινε ο Saint Nick και ο Santa Claus. Μετακινήθηκε όμως μερικές εβδομάδες αργότερα για να επισκεφθεί τα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο τύπος αυτός ταξίδευσε και σε άλλες Χώρες. Γύρω στα 1870 η γλυκιά και γενναιόδωρη μορφή του ταξίδεψε και στην Βρεταννία, όπου και συγχωνεύτηκε με τον σκανδιναβικής προέλευσης, πατέρα των Χριστουγέννων και γέννησε μύθους, θρύλους, τραγουδάκια και αξεπέραστες συνήθειες.
               Ταυτιζόμενος ο Saint Nick, με τον Santa Claus και τον Father Christmas μεταφέρθηκε στην Αμερική από τους Ευρωπαίους μετανάστες και όπως ήταν επόμενο εκεί αλλάζει μορφή, αποκτά την μορφή του καλοθρεμμένου και ολοπόρφυρου αγίου, που επειδή δεν μπορεί να ζει στις χιονισμένες πλαγιές του Άσπεν ή του Βερμόντ για λόγους παραδοσιακής αλλά και εμπορικής αποστασιοποίησης μένει κάπου στον Βόρειο Πόλο» .
Βεβαίως, εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ο "τύπος", που στην Ευρώπη και την Αμερική ονομάσθηκε Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas, από μας ονομάζεται Αϊ-Βασίλης.
              Οι δυτικοί δεν τον ονομάζουν Αϊ-Βασίλη, αλλά Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas.
Εμείς ταυτίσαμε τον δυτικό αυτόν "τύπο" με τον Αϊ-Βασίλη, αφού εξοβελίσαμε τον δικό μας Άγιο Βασίλειο.
              Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΑΪ-ΒΑΣΙΛΗΣ. Ο σημερινός Αϊ-Βασίλης είναι δημιούργημα του αγγλοσαξωνικού κόσμου και απηχεί την νοοτροπία του. Ο Αϊ-Βασίλης αυτός γεννήθηκε αρχές του 19ου αιώνα από έναν αστό προτεστάντη καθηγητή, τον Κλημέντιο Κλάρκ Μούρ πού έγραψε για τα παιδιά του μια ιστορία με ήρωα έναν Αι-Βασίλη, την The Night Before Christmas και δημοσιεύθηκε την 23 Δεκεμβρίου του έτους 1823 στην εφημερίδα « Sentinel» . Η ιστορία αυτή εικονογραφήθηκε από τον πατέρα του χιουμοριστικού αμερικανικού σχεδίου Τόμας Νάστ, ο οποίος ήταν γερμανικής καταγωγής και δανείστηκε στοιχεία από την γερμανική λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων αλλά και την παραδομένη μορφή του πλανόδιου γερμανού εμπόρου .
              Υπάρχουν αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες « ο Άγιος Βασίλης γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν ο Νάστ εργαζόταν στο Harper's Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής, και του είχε ανατεθεί να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν "ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο", όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς άνδρα, ολοστρόγγυλου και ροδαλού, καλυμμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων. Ο Άγιος Βασίλης του Νάστ δεν εξελίχθηκε, παρέμεινε ο ίδιος με το κόκκινο κουστούμι με τα λευκά γουνάκια, την άσπρη γενιάδα και τα παιχνίδια του. Με αυτό το σκίτσο, τα Χριστούγεννα έγιναν ημέρα αργίας και ο Άγιος Βασίλης αναγορεύτηκε σε τοπική θεότητα - καλόκαρδο πνεύμα που αντιπροσώπευε την ευημερία και την οικογενειακή ζωή των Βορείων, σε αντίθεση με το μύθο της ιπποτικής παράδοσης και της βαθύτατα ιθαγενούς κολτούρας του Νότου. Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Νάστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, διότι έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas του Pelze - Nicol και του Pere Noel, μια άλλη διάσταση που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια.
                Στις αρχές του αιώνα μας ο αι-Βασίλης άλλαξε κάπως μορφή, και έγινε όπως ακριβώς τον γνωρίζουμε σήμερα. Σε αυτό συνετέλεσε η Κόκα-Κόλα. Κι αν ήταν ο σκιτσογράφος Τόμας Νάστ που τον φαντάστηκε πρώτος, περίπου όπως είναι σήμερα, η Κόκα-Κόλα αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει η μορφή του τόσο δημοφιλής. Στα 1931, που η Κόκα Κόλα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Σάντα Κλάους στη χειμωνιάτικη διαφημιστική της εκστρατεία και ανέθεσε σε έναν άλλο Αμερικανό καλλιτέχνη, τον Χάντον Σάνμπλομ, να τον σχεδιάσει. Εκείνος διάλεξε για τον Άγιο τα χρώματα της Κόκα Κόλα καί... να τος, με τις μαύρες μπότες του, το μακρύ σκουφί του, το κόκκινο κοστούμι του και την άσπρη του γούνα, όπως τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε.
                ΑΪ-ΒΑΣΙΛΗΣ & ΚΑΜΙΝΑΔΕΣ. Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Αϊ-Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες για να δώσει δώρα στα παιδιά προέρχεται από το ποίημα του Κλέμεντ Μούρ με τίτλο « μιά επίσκεψη του Αγίου Νικόλα», ο οποίος « δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ελαφιών που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι» .
                Επομένως ο Αϊ-Βασίλης της Μικράς Ασίας που είναι εγγράμματος και δίδει ως δώρο την γνώση, μετατρέπεται στον Σάντα Κλάους που δίδει την εφήμερη ηδονή της κατανάλωσης και έρχεται σε μας μετονομαζόμενος σε Αι-Βασίλη.
                «ΧΡΙΣΤΟΞΥΛΟ»: Βαθιά ήταν και η πανάρχαια πίστη στη δύναμη της φωτιάς να εξαγνίζει αλλά και να αποτρέπει το κακό. Έτσι στα χωριά φρόντιζαν να καίει όλο το Δωδεκαήμερο ένα κούτσουρο στοτζάκι («Δωδεκαμερίτης», «Χριστόξυλο» κ.ά.) & μάλιστα από αγκαθωτό δέντρο, για να έχει η φωτιά μεγαλύτερη δύναμη. Ξημερώματα παραμονής Θεοφανίων ράντιζαν με τη στάχτη του το σπίτι και την περιοχή του, τρέποντας σε φυγή κάθε πονηρό δαιμόνιο.
                ΟΙ ΔΩΔΕΚΑΜΕΡΙΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ: Οι μεταμφιέσεις αυτές γίνονται το Δωδεκαήμερο, δηλ. τις ημέρες από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, κυρίως στη Β. Ελλάδα. «Ρουγκατσιάρηδες» στο Σουφλί, «Ρογκατσάρια» & «Λουκατσάρια» στα Γρεβενά και στην Ελασσόνα, «Ρουγκατσάρια» στηνΚαστοριά, «Μπουμπουσάρια» στη Σιάτιστα, «Μωμόγεροι» στον Πόντο, «Μπαμπούγεροι» στη Καλή ΒρύσηΔράμας, «Γκαμήλες» στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού, «Ντυλίγαροι», «Κουντουνάδες», «Αράπηδες» στη Δράμα κ.ά.
                Μ’ αυτά τα ονόματα είναι γνωστές οι ομάδες μεταμφιεσμένων, που τριγυρίζουν το χωριό λέγοντας τα κάλαντα και μοιράζοντας ευχές. Ντυμένοι αλλού με ακατέργαστα δέρματα ζώων, αλλού με μακριές μαύρες κάπες & υψικόρυφες κωνικές προσωπίδες-κεφαλοστολές από δέρμα κατσίκας, είναι ζωσμένοι συνήθως βαριά κουδούνια, για να διώχνουν το κακό από το χωριό.
                Στο χωριό Νικήσιανη (ν. Καβάλας), οι κάτοικοι μεταμφιέζονται την ημέρα της γιορτής του Αγ. Ιωάννου (7/1), σε ΑΡΑΠΗΔΕΣ. Στο πρόσωπο φορούν μάσκα από δέρμα μαύρου τράγου, πολύ ψηλή, γεμισμένη με φύλλα καλαμποκιού για να στέκεται όρθια. Οι Αράπηδες που ονομάζονται έτσι από τα μαύρα πανωφόρια τους, φορούν μάλλινο άσπρο παντελόνι, το «μπινιβράκι» όπως το λένε, και τυλίγουν τα πόδια τους από τα γόνατα μέχρι τον αστράγαλο με υφαντό μάλλινο ύφασμα, σχηματίζοντας έτσι τα «καλτσούνια». Στα πόδια φορούν «γουρουνοτσάρουχα» που τα δένουν με δερμάτινα λουριά και τα τυλίγουν σφιχτά γύρω από τα καλτσούνια. Φορούν ακόμα μια πλεχτή μάλλινη φανέλα με μανίκια κι από πάνω της βάζουν μια πολύ χοντρή και μακριά μαύρη τσοπάνικη κάπα, φτιαγμένη από μαλλί προβατίνας. Στην πλάτη τους, κάτω από την κάπα, βάζουν πολλά φύλλα από καλαμπόκι, για να σχηματίσουν την καμπούρα τους. Στη μέση τους δένουν μ’ ένα χοντρό σχοινί 4 κουδούνια και στο χέρι κρατούν ένα μεγάλο ξύλινο μαχαίρι.
                Οι Αράπηδες μαζεύονται παρέες-παρέες και γυρίζουν στους δρόμους του χωριού. Χορεύουν, κουνούν τα ξύλινα μαχαίρια τους και βροντούν δυνατά τα κουδούνια τους. Απ’ όπου περάσουν τους κερνούντσίπουρο και κρασί. Συνήθως σε κάθε ομάδα μπαίνει αρχηγός ένας φουστανελάς. Αρκετές φορές, καθώς προχωρούν, αφήνουν κάτω τα ξύλινα μαχαίρια τους και αρχίζουν να χοροπηδούν γύρω-γύρω. Ύστερα 2 απ’ αυτούς μονομαχούν με τα μαχαίρια τους και ξαφνικά ο ένας πέφτει κάτω, τάχα ότι σκοτώθηκε. Τότε οι άλλοι χορεύουν γύρω του και σε λίγο αυτός ζωντανεύει και σηκώνεται ξανά. Το ζωντάνεμα αυτό συμβολίζει το ξανάνιωμα της φύσης. Οι Αράπηδες αφού γυρίσουν πολλές φορές στους δρόμους του χωριού, στο τέλος πηγαίνουν στην κεντρική πλατεία και χορεύουν, καθώς τα όργανα παίζουν. Γύρω είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι κάτοικοι του χωριού.
                Στον Πόντο έχουμε τους ΜΩΜΟΓΕΡΟΥΣ. Μεταμφιέζονται την παραμονή των Χριστουγέννων και γυρνάνε στα σπίτια κάνοντας αστεία και παίζοντας τον Αλή. Ένας μεταμφιεσμένος γίνεται Αλής και αρπάζει μια κοπέλα. Το μαθαίνει ο πατέρας της και τον σκοτώνει. Μετανιώνει όμως και καλεί ένα γιατρό που με ένα βοτάνι ανασταίνει τον Αλή. Στο τέλος ο Αλής και η κοπέλα παντρεύονται κι όλοι τραγουδούν και χορεύουν.
                Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΜΗΣ ή ΤΗΣ ΜΠΑΜΠΩΣ. Γινόταν σε χωριά της Ανατολικής & ΒόρειαςΘράκης. Είναι γιορτή και συμπόσιο γυναικών, αλλά σ’ αυτή συμμετέχουν μόνο γυναίκες που «τεκνώνουν». Το τιμώμενο πρόσωπο δεν είναι κάποιος άγιος, αλλά η μαμή του χωριού. Η γιορτή απέβλεπε σε γονιμότητα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις ημέρες μας με τη «Γυναικοκρατία», που διαδραματίζεται στην ευρύτερη περιοχή του Έβρου.
                ΓΙΟΡΤΕΣ:
                ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ (1/1).             
                ΘΕΟΦΑΝΙΑ Ή ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ Ή ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (6/1). Η ανανέωση του κόσμου άρχιζε από την ανανέωση των υδάτων-πρακτικά με την εκκένωση των αγγείων με νερό την παραμονή των Θεοφανίων, συμβολικά με τον αγιασμό των υδάτων με την κατάδυση του σταυρού στο νερό. Αυτός που έβρισκε το σταυρό, ήταν ο τιμημένος του χωριού και το περιέφερε στα σπίτια για προσκύνημα & για χρηματικές προσφορές. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας το έλεγαν «κουμπάρο» ή «νουνό», στον Πόντο «δεξάμενο».
                Τα Θεοφάνια επαναλαμβάνεται η βάπτιση του Χριστού. Τα περιστέρια γίνονται το πνεύμα του Θεού. Ο σταυρός που πέφτει στο νερό είναι ο ίδιος ο Χριστός & ο ήρωας της ημέρας γίνεται «νονός» του Χριστού, αφού η παράδοση θέλει ο κάθε βαφτισμένος να έχει και τον ανάδοχό του.
                Όλοι οι λαοί του ορθόδοξου κόσμου απέδιδαν μεγάλη δύναμη στο αγιασμένο, ανανεωμένο νερό. Έπλεναν στη θάλασσα τις εικόνες του σπιτιού και της εκκλησίας, οι γεωργοί «ανανέωναν» μ’ αυτό τα εργαλεία τους. Το νερό του μεγάλου αγιασμού το έφερναν στο σπίτι κι έπιναν όλοι απ’ αυτό, ράντιζαν μ’ ένα κλαδί ελιάς ή βασιλικού όλους τους χώρους του σπιτιού, τους στάβλους, τα ζώα, τα δέντρα και τα άλλα φυτά για να καρποφορήσουν και να μην αρρωσταίνουν, τα χωράφια και τα αμπέλια για να τα προφυλάξουν από ασθένειες, ακόμα και τα βαρέλια του κρασιού. Τον αγιασμό τον θεωρούσαν πανάκεια, πίστευαν ότι μπορεί να θεραπεύσει τη θερμασιά και την ελονοσία, τον φύλαγαν στο εικονοστάσι όλο τον χρόνο & τον χρησιμοποιούσαν για να γιατρεύουν διάφορες ασθένειες.
                ΟΙ 3 ΙΕΡΑΡΧΕΣ (30/1). Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Προστάτες της παιδείας & των γραμμάτων.
                ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Ως του Αϊ-Γιαννιού, τρυγόνα, είναι η φούρια του χειμώνα».
                «Στις δεκαεφτά του Γεναριού, είναι κερά του Αγ’ Αντωνιού. Τότε κερά μαντόνα είναι η φούρια του χειμώνα».
                «Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα, μέρα μοιάζει».
                «Ο Γενάρης δεν γεννά, μήτε αβγά μήτε πουλιά, μόνο χιόνια και νερά».
                «Ο Γενάρης κι αν γεννάται του καλοκαιριού θυμάται».
                «Του Γεναριού η καλοκαιριά, ούλα τα δέντρα τα γελά».
                «Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τα αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη».
                «Αν δεν ποτίσεις τον Γενάρη, άλλο Γενάρη να καρτεράς».
                «Τον Γενάρη κι αν δεν βρέξει, δεν ξινίζουν τα τυριά».
                «Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα ‘ναι τον Αλωνάρη».
                «Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις».
                «Κόψε, κλάδεψε Γενάρη, να γεμίσει το κελάρι».
                «Χιόνισ’ έβρεξε ο Γενάρης, όλοι οι μύλοι μας θ’ αλέθουν».
                «Αδελφέ Μιχάλη, τώρα τον Γενάρη, οι δύο ένας γίνονται και ο μοναχός κουβάρι».
                «Αρχιμηνιά, καλή χρονιά, με σύγκρυα και παγωνιά».
                «Άσπρος Γενάρης, νηστικός ο μεροκαματιάρης».
                «Βαρύ το καλοκαίρι βαρύς και ο Γεναροχειμώνας».
                «Βροχερός Γενάρης, Αύγουστος νοικοκύρης».
                «Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη, φλέβισέ το».
                «Γενάρη διαβολόμηνα ποτέ σου μην ξανάρθεις».
                «Γενάρη και Φλεβάρη καταβολάδα και ξινάρι».
                «Γενάρη καλαντάρη τα κορίτσια σου που τα ‘χεις στα θολόστακτα κρυμμένα».
                «Γενάρη μήνα κλάδευε και λίσγο μη γυρεύεις».
                «Γενάρη μήνα κλάδευε και το φεγγάρι χέστο».
                «Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις».
                «Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξετάζεις».
                «Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξύδι».
                «Γενάρη, μήνα του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου».
                «Γενάρης με τα κρούσταλα, Φλεβάρης με τα χιόνια.»
                «Γενάρης μήνας του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου».
                «Γενάρης στεγνός κι ο κόπος σου διπλός».
                «Γενάρης στεγνός, νοικοκύρης πλούσιος».
                «Γενάρης χωρίς χιόνι, κακό μαντάτο».
                «Γεναριάτικο πουλί Αυγουστιάτικο αυγό».
                «Γεναριάτικο φεγγάρι με τα’ Αϊ Γιαννιού τη χάρη».
                «Γεναριάτικο φεγγάρι, ήλιος ημέρας μοιάζει».
                «Δέκα μέρες του Γεναράκη, ίσον μικρό καλοκαιράκι».
                «Εγέλασεν ο Γενάρης».
                «Εκαμε κι ο Γενάρης ήλιο».
                «Κάλλιο να ’δω σκυλί λυσσασμένο παρά ζεστό ήλιο τον Γενάρη».
                «Κλάδεμα του Γενάρη κάθε μάτι και βλαστάρι».
                «Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη».
                «Κότα τον Γενάρη, κέφαλο τον Αλωνάρη».
                «Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
                «Κόψε ξύλα τον Γενάρη μην κάψεις τα παλούκια».
                «Κόψε ξύλο τον Γενάρη και μην καρτερείς φεγγάρι».
                «Να ’μουν γάτος τον Γενάρη κι ας μην είχα άλλη χάρη.
                «Μωρή ξανθιά αμυγδαλιά π’ ανοίγεις τον Γενάρη δεν καρτερείς την Άνοιξη ν’ ανοίξουμ’ όλοι αντάμα».
                «Ο Γενάρης δε γεννά μήτε αυγά μήτε πουλιά, μόνο κρύο και νερά».
                «Ο Γενάρης και αν γεννά του καλοκαιριού μηνά».
                «Ο Γενάρης κι αν γεννάται του καλοκαιριού θυμάται». (Αλκυονίδες ημέρες)
                «Ο λαγός και το περδίκι κι ο κακός ο νοικοκύρης το Γενάρη χαίρονται».
                «Οι γεναριότικες νύχτες, για να περάσουν θέλουν συντροφιά και κουβέντα».
                «Όποιος θε να βαμπακώσει, τον Γενάρη θε ν' οργώσει».
                «Οποιος σπέρνει το Γενάρη, παίρνει την ανεμοζάλη».
                «Όρνιθα το Γενάρη, κέφαλος τον Αλωνάρη».
                «Σ' όσους μήνες έχουν «ρο», μπάνιο με ζεστό νερό».
                «Τ' Αλωναριού τα μεσημέρια , και του Γεναριού οι νύχτες».
                «Τ’ Αυγούστου και του Γεναριού, τα δυο χρυσά φεγγάρια».
                «Το Γενάρη το ζευγάρι διάβολος θε να το πάρει».
                «Το Γεναριάτικο φεγγάρι είναι για κλάδο».
                «Το χιόνι του Γενάρη κοπριά, του Μάρτη φωτιά».
                «Τον Γενάρη κλάδευε και τον Φλεβάρη απόσκαφτε».
                «Τον κακό Γενάρη το κασόνι έχει τη χάρη».
                «Του Αυγούστου και του Γεναριού το φεγγάρι φωτάει σαν ημέρα».
                «Του Γενάρη οι ξαστεριές του Αυγούστου οι συννεφιές το ίδιο πράμα είναι».
                «Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει».
                «Του Γενάρη το φεγγάρι λάμπει σαν μαργαριτάρι».
                «Του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο μέρας μοιάζει».
                «Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα να ‘ναι μέρα».
                «Του Γενάρη το φεγγάρι την ημέρα σιγοντάρει».
                «Του Γενάρη το φεγγάρι, πάρα λίγο να ’ναι μέρα».
                «Του Γεναριού το φεγγάρι είναι σαν του Αλωνάρη».
                «Τυρί μαλλί τον Αύγουστο κι αγγούρια τον Γενάρη».
                «Τώρα το μεσοχείμωνο ζητάει κι η γριά ξυλάγγουρα».
                «Φάε βετούλι τον Γενάρη και γίδα τον Αλωνάρη».
                «Χαρά στα Φώτα τα στεγνά και τη Λαμπρή βρεμένη».
                «Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα 'ν' τον Αλωνάρη».
                «Χιονίζει ο Γενάρης, ξεψυχάει ο γαϊδουριάρης».

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
   Το όνομα του (κοινώς Φλεβάρης) προέρχεται από τη λατινική λέξη februare (=εξαγνίζω), που σημαίνει καθαρτήρια γιορτή, γιατί κατά την διάρκεια  του γίνονταν στη Ρώμη γιορτές θρησκευτικού καθαρμού και εξαγνισμού. Επίσης λέγεται Φλιάρης, Κουτσουφλέβαρος ή Κουτσός, Κούντουρος ή Κούτσουρος (δηλ. με κομμένη την ουρά, Πόντος), Κουτσούκης ή Μικρός (Κύπρος) και Κλαδευτής. Από το 46 π.Χ. οπότε καθιερώθηκε το Ιουλιανό ημερολόγιο, οι ημέρες του μήνα αυτού, από 30  περιορίστηκαν σε 29, ενώ κατά την εποχή του Αυγούστου μειώθηκαν κατά μια ακόμη ημέρα, η οποία προστέθηκε στο μήνα Αύγουστο, για να τιμηθεί ο αυτοκράτορας. Για να συντονιστεί το ημερολόγιο των 365 ημερών προς το  ηλιακό έτος, καθιερώθηκε η αύξηση των ημερών του Φεβρουαρίου κατά μια, κάθε 4 χρόνια. Τότε λέμε πως η χρονιά είναι δίσεκτη. Το δίσεκτο έτος, θεωρείται από το λαό μας κακότυχο, γι’ αυτό δεν πρέπει να φυτεύουν αμπέλια οιγεωργοί ούτε να γίνονται γάμοι ούτε να χτίζονται σπίτια.
                
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                Φυτεύουν πατάτες.
                Προετοιμάζουν τα χωράφια για να σπείρουν ανοιξιάτικα σιτηρά & ενισχύουν τα φθινοπωρινά, λιπαίνοντάς τα.
                Κλαδεύουν αμπέλια & δέντρα.
                Καθαρισμός μαντριών.
                Συντήρηση κοπριάς σε λάκκους.
                Σβάρνισμα χωραφιών.
                
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της αποκριάς.
                ΜΠΟΥΛΕΣ & ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ (Νάουσα): Ένα έθιμο με βαθιές ρίζες, που στο πέρασμα της μακραίωνης ιστορίας του ενσωμάτωσε στοιχεία της τοπικής παράδοσης και των ηρωικών αγώνων.
         Πρώτη μαρτυρία για το δρώμενο έχουμε το 1706, αντί μνημόσυνου για το παιδομάζωμα της προηγούμενης χρονιάς. Την μεγαλύτερη ακμή του γνώρισε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα και φθάνει αναλλοίωτο μέχρι τις μέρες μας. 
                Οι άνδρες συνηθίζουν να μεταμφιέζονται σε Γενίτσαρους και Μπούλες. Μπούλες ντύνονται οι λεπτοκαμωμένοι, ενώ Γενίτσαροι οι γεροδεμένοι. Η Μπούλα φορεί την τοπική γυναικεία νυφική φορεσιά και στολίζει το κεφάλι της με λευκό πέπλο, χρωματιστές κορδέλες και πολλά χάρτινα λουλούδια. Ο Γενίτσαρος φορεί φουστανέλατσαρούχια, μάλλινες μακριές κάλτσες και γιλέκο. Στολίζει το στήθος και την πλάτη του με πολλά νομίσματα και τη φουστανέλα του με πολλές αλυσίδες. Όταν περπατά, κουνάει το σώμα του και χοροπηδάει, για να κουδουνίζουν όσα φορεί. Στο κεφάλι, στη μέση και στο χέρι του δένει από ένα μαντίλι, ενώ στο λαιμό κρεμά σταυρό και αλυσίδα με φυλακτό. Η Μπούλα κι ο Γενίτσαρος φορούν στο πρόσωπο κέρινες μάσκες. Μαζεύονται παρέες-παρέες και κατεβαίνουν στην πλατεία της πόλης χορεύοντας.
                Οι κάτοικοι της Νάουσας λένε, ότι στα χρόνια της τουρκοκρατίας, οι αρματολοί έβρισκαν στις Απόκριες την ευκαιρία να έλθουν στην πόλη μασκαρεμένοι και να γλεντήσουν με τους συγγενείς και τους φίλους τους, χωρίς να φοβούνται ότι θα τους αναγνωρίσουν οι Τούρκοι.
                ΓΕΡΟΙ & ΚΟΡΕΛΕΣ (Σκύρος). Τοπικός μύθος ο οποίος λέει: Ήταν κάποτε ένας γέρος με τη γριά του κι είχαν πολλά κατσίκια. Όμως μια νύχτα του χειμώνα έπεσε στο βουνό χιόνι κι άγρια παγωνιά κι όλα τα κατσίκια ψόφησαν. Στην απελπισία τους οι βοσκοί ζώστηκαν τα κουδούνια των νεκρών ζώων και ροβόλησαν τις δύσβατες πλαγιές του βουνού μέχρι τη Χώρα. Με το κτύπο των κουδουνιών έφεραν στους χωριανούς τους το μήνυμα της καταστροφής. Από τότε κρατούν το έθιμο. 
                Οι μεταμφιεσμένοι, με ζωόμορφη όψη, κρατώντας μακριές ξύλινες μαγκούρες και ζωσμένοι πολλά κουδούνια που ζυγίζουν ως και 50 κιλά (Γέροι), και οι Κορέλες, άντρες ντυμένοι γυναικεία, γυρίζουν δρόμους και σπίτια σηκώνοντας το νησί με χαρούμενες φωνές, ορχηστρικές κινήσεις, τραγούδια, χορούς και προπαντός με τους δυνατούς και αρμονικούς χτύπους των κουδουνιών. 
                
«ΜΠΑΜΠΟΥΓΕΡΑ» (Δράμα): Στην Καλή Βρύση πρωταγωνιστούν τα "Μπαμπούγερα", άντρες μεταμφιεσμένοι ζωόμορφα, ζωσμένοι βαριά κουδούνια. Με το πέρας της τελετής του αγιασμού τα Μπαμπούγερα έχουν ήδη συγκεντρωθεί έξω από την εκκλησία και με την εντυπωσιακή και θορυβώδη παρουσία τους κυριαρχούν σ' όλο το χωριό την ημέρα των Θεοφανίων και τις δύο επόμενες (6-8 Ιανουαρίου). Η αμφίεση των Μπαμπούγερων αποτελείται από άσπρη περισκελίδα, γυναικείο μαύρο επενδύτη αμανίκωτο, φλοκωτό στην εσωτερική μεριά, άσπρο πουκάμισο και πέντε μεγάλα κουδούνια που ζώνονται στη μέση. Η κεφαλή καλύπτεται με προσωπίδα από μάλλινο λευκό ύφασμα του αργαλειού. Στο μέτωπο ράβεται ένα στρογγυλό καθρεπτάκι, ενώ με ρούχα σχηματίζουν μεγάλη καμπούρα στη ράχη του μεταμφιεσμένου. Αποκορύφωμα και λήξη του γιορτασμού αποτελεί η σατιρική αναπαράσταση γάμου στις 8 Ιανουαρίου, με συμμετοχή στη χαρά και το γλέντι όλου του χωριού και των πολλών επισκεπτών, που τη μέρα αυτή συρρέουν στην Καλή Βρύση όχι μόνο από την περιοχή της Δράμας αλλά και από μακρινά μέρη. Η αναπαράσταση μιμείται το τοπικό εθιμικό τυπικό, με κάποιους νεωτερισμούς ή ευρηματικές προσαρμογές στην πραγματικότητα. Εντυπωσιακό στοιχείο αποτελεί η ξαφνική αρπαγή της νύφης από τα Μπαμπούγερα η οποία όμως αμέσως απελευθερώνεται. Παρότι το στοιχείο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως υστερογενές, αποτελεί παραδοσιακό μοτίβο. Την τρίτη μέρα, 8 Ιανουαρίου της Αγίας Δομνίκης, τιμούσαν τη μαμή, της οποίας η παρουσία ήταν τόσο πολύτιμη στην παραδοσιακή κοινότητα και κοινωνία. 
                Μπαμπούγερα ντύνονται και παιδιά, στοιχείο της συνέχισης του εθίμου το οποίο στην Καλή Βρύση βιώνεται ως έκφραση ψυχικής ανάγκης και λειτουργεί ως συνειδητό χρέος στην προγονική κληρονομιά. Τα αναβιωμένα εθιμικά δρώμενα συνοδεύουν τα παραδοσιακά όργανα της περιοχής, η γκάιντα (είδος ασκού, μουσικού οργάνου γνωστού και στην αρχαιότητα), η λύρα και ο νταχαρές ή νταϊρές (ντέφι). Εκτός από αυτά όμως, ως μέσα μουσικής έκφρασης χρησιμοποιούνται και αντικείμενα της καθημερινής ζωής (κουδούνια καισήμαντρα). Το ανθρώπινο δε σώμα ως ηχοποιητικό μέσο με τα πόδια που χτυπούν στο έδαφος καθώς και ο τρόπος που κινείται φανερώνουν το πρωταρχικό στοιχείο της μουσικής, το ρυθμό.
                ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ (=Καλός γέρος). Θρακικό δρώμενο (στη Βιζύη) τη Δευτέρα της «Τυρινής».         Τελείται σε 3 διαδοχικές σκηνές:
                1. την μπάμπω με το εφταμηνίτικο
                2. το φόνο του καλόγερου
                3. την ψευδοαροτροίωση
                Οι 2 πρώτες σκηνές είναι σατυρικές, η τελευταία σοβαρή. Έπαιρναν μέρος τα εξής πρόσωπα: οι 2 καλόγεροι (εκλέγονταν από τους προεστούς κάθε 4 χρόνια κι έπρεπε να ‘ναι παντρεμένοι), 2 κορίτσια ή Νύφες (2 ανύπαντροι νέοι που έπρεπε να μην παντρευτούν αυτά τα 4 χρόνια), η Μπάμπω (=μαμή) με το εφταμηνίτικο παιδί της, 2 κατσίβελοι (γύφτοι) και 2 Ζαπτιέδες (χωροφύλακες)
                Οι καλόγεροι φορούσαν δέρματα ζώων, στο κεφάλι τους περικεφαλαία από τομάρι λύκου ή αλεπούς και μάσκα στο πρόσωπό τους πάλι από δέρμα. Γύρω από τη μέση τους κρεμούσαν κουδούνια. Ο Αρχικαλόγερος κρατούσε στο χέρι του ένα τόξο που μ’ αυτό πετούσε στάχτη αντί για βέλη ενώ ο άλλος καλόγερος κρατούσε ένα ραβδί. Η Μπάμπω φορούσε κουρέλια, ήταν καμπούρα κι είχε «κροκιδένια μαλλιά». Το εφταμηνίτικο παιδί της (ομοίωμα) το είχε μέσα σε ένα καλάθι. Οι κατσίβελοι ήταν ντυμένοι με ρούχα φτωχικά, με πρόσωπα μουντζουρωμένα κι έλεγαν πειράγματα κι αστεία. Τέλος οι Ζαπτιέδες βαστούσαν όπλα κι ακολουθούσαν τους καλόγερους.
                Η πομπή ξεκινούσε με τύμπανα και γκάιντες. Περνούσε από τα σπίτια του χωριού κάνοντας έλεγχο σε κάθε σπιτικό, αν τα γεωργικά του εργαλεία ήταν στη θέση τους. Αφού επισκέπτονταν και το τελευταίο σπίτι κατέληγαν στην πλατεία του χωριού. Έτσι άρχιζε το δράμα με τις 3 σκηνές που προαναφέραμε. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά από την τρίτη σκηνή της «ψευδοαροτροίωσης», οι θεατές συμμετείχαν ενεργά. Έπιαναν διπλό και τριπλό χορό-μπροστά οι καλόγεροι- και χόρευαν ως αργά το βράδυ.
                
ΟΙ «ΦΑΝΟΙ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ». Ένα διονυσιακό έθιμο, που αναβιώνει την Αποκριά στηνΚοζάνη είναι ο Φανός. Η παράδοση θέλει με το άναμμα του φανού το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς να ξεκινούν τραγούδια, τα οποία εξιστορούν τα κατορθώματα των κλεφτών, αλλά και τον έρωτα. Τα τραγούδια ονομάζονται ξενίντραπα, μασκαραλίτκα ή νοικοκυρίσια κι έχουν σατιρικό χαρακτήρα και έντονες φαλλικές αναφορές. Στο έθιμο συμμετέχει όλη η Κοζάνη, ανάβουν συνολικά δεκατρείς φανοί, ένας σε κάθε γειτονιά της Κοζάνης.
                Φωτιές που στήνονται στις γειτονιές ως είδος βωμού. Κάθε γειτονιά προσπαθεί να παρουσιάσει όχι μόνο τον ωραιότερο φανό, αλλά και τους πιο καλούς τραγουδιστές, που να έχουν θέση ξεχωριστή στην τοπική κοινωνία.
                ΧΑΣΚΑΣ ή ΧΑΣΚΑΡΗΣ ή ΧΑΨΑΡΟΣ ή ΧΑΨΑΛΟΣ (Πανελλήνιο). Το πιο διασκεδαστικό έθιμο. Ένα παιχνίδι με αβγό καθαρισμένο, σπανιότερα ακαθάριστο. Έδεναν το αβγό με μια κλωστή από το ταβάνι και κάποιος το στριφογύριζε. Όποιος το έπιανε με το στόμα ήταν ο τυχερός. Αλλού το αβγό το έδεναν με κλωστή σ’ ένα μακρύ ξύλο που το κουνούσε ο νοικοκύρης. Αλλού πάλι προσπαθούσαν να το πιάσουν τα παιδιά με το στόμα, γονατιστά και με τα χέρια δεμένα.
                ΑΛΕΥΡΟΜΟΥΤΖΟΥΡΩΜΑΤΑ (Γαλαξίδι). Στο Γαλαξίδι την Καθαρά Δευτέρα δεν παίζουν με σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο, αλλά παίζουν "αλευροπόλεμο" με βασικό υλικό το αλεύρι. Αυτό το έθιμο διατηρείται από το 1801. Εκείνα τα χρόνια, παρ' όλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό την Τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Απόκριες για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους. Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άνδρες. Φορούσαν μάσκες ή απλά έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στην συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και ή ώχρα. Στο μουντζούρωμα συμμετέχουν όλοι ανεξαιρέτως ηλικίας.
                Ο γαμπρός και η νύφη (πάλι άντρας παρελαύνουν στη παραλία και στη συνέχεια οι παρευρισκόμενοι στο έθιμο, που ραίνουν το ζευγάρι με φούμο (αλεύρι), αρχίζουν να αλληλομουτζουρώνονται, χορεύοντας και διασκεδάζοντας.
                ΜΠΟΥΡΑΝΙ (Τίρναβος). Διονυσιακό έθιμο. Μια αλάδωτη χορτόσουπα που ετοιμάζεται και μοιράζεται με τη συνοδεία άσεμνων τραγουδιών και τολμηρών χειρονομιών.
                
ΒΛΑΧΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ (Θήβα). Η Θήβα φημίζεται για την αναπαράσταση του Βλάχικου Γάμου, κάθε Καθαρή Δευτέρα. Είναι ένα έθιμο που φθάνει στις ημέρες μας από το 1830 περίπου, μετά την απελευθέρωση των ορεινών περιοχών. Οι Βλάχοι, δηλ. οι τσοπάνηδες από την Μακεδονία, την Ήπειρο,Θεσσαλία και Ρούμελη, εγκατέλειψαν τότε την άγονη γη τους και βρήκαν γόνιμο έδαφος νοτιότερα. Το έθιμο αφομοιώθηκε και διατηρήθηκε μόνο στην Θήβα, την πατρίδα του Διονύσου. Πιστεύεται ότι ο Βλάχικος γάμος είναι κατάλοιπο Διονυσιακής Παράδοσης, (Πομπή, Πυρρίχιος χορός, Βακχευόμενος Σάτυρος ) στους βλάχους της Πίνδου.
                Προξενιό, προικοπαράδοσηξύρισμα γαμπρού, νυφοστόλισμα και όλα τα άλλα γαμήλια νόμιμα γίνονται με την καθιερωμένη εθιμική τάξη. Παλαιότερα, σήμερα παραλείπεται, σε κάποια στιγμή ένας συμπέθερος ή και ο ίδιος ο γαμπρός έπεφτε καταγής, ύστερα δήθεν από κάποια φιλονικία, προσποιούμενος τον πεθαμένο. Άρχιζε μοιρολόγημα και κοπετός (θρήνος με στηθοκτυπήματα). Ξαφνικά όμως ο πεθαμένος σηκωνόταν σαν να ανασταινόταν, με όλους τους συμβολισμούς μιας τέτοιας παράστασης.
                
ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ (Μεθώνη). Ανάμνηση πραγματικού γάμου, που έγινε στην πόλη αυτή πριν από αιώνες. Γαμπρός ήταν ο «καβαλάριος κυρ Ιωάννης ο Κουτρούλης», ο οποίος, ύστερα από πολλών χρόνων αναμονή και υπομονή, γιατί αντιδρούσε η εκκλησία, παντρεύτηκε την γυναίκα που αγαπούσε. Ο γάμος μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι και πραγματικά έγινε παροιμιώδης. 
                
Η ΜΟΝΟΗΜΕΡΗ ΚΛΩΣΤΗ (Βάρος Λήμνου). Γύρω στα 1916, μια ξαφνική αρρώστια έπληξε το Βάρος. Την αποκάλεσαν πανούκλα και θέριζε πραγματικά.
                Μέσα στο γενικό χαμό, μια γυναίκα του χωριού είδε στον ύπνο της τον Άγιο Χαράλαμπο, που τη συμβούλεψε να γνέσουν, σε μία μόνο μέρα, κλωστή, από τα βαμβάκια που καλλιεργούσαν, να την ενώσουν τρίκλωνη και να ζώσουν μ’ αυτή το χωριό.
                Πράγματι, την άλλη μέρα, όλες οι γυναίκες του χωριού έκαναν αυτό, που τους είπε ο Άγιος και το χωριό σώθηκε από την επιδημία.
                Από τότε, κάθε χρόνο, στη διάρκεια της Σαρακοστής, οι γυναίκες μαζεύονται σ’ ένα μεγάλο χορό και γνέθουν την κλωστή, την κάνουν τριπλή και φτιάχνουν 13 μεγάλα κουβάρια.
                Από την εκκλησία, ξεκινάει η πομπή, με επικεφαλής τον παπά του χωριού και μια γυναίκα, που κουβαλάει τα κουβάρια με τη μονοήμερη κλωστή. Στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαράλαμπου γίνεται η πρώτη στάση για δέηση και ξεκινάει το ζώσιμο του χωριού.
                «ΜΠΡΑΜΔΕΣ» ή «ΟΙ ΚΑΛΕΣ» (Σκόπελος). Οι πιο αριστοκρατικές μεταμφιέσεις του νησιού. Φορούν τοπικές ενδυμασίες (φουστανέλες, βράκες, τουαλέτες εποχής…) και πολλά εξαρτήματα. Γυρίζουν από γειτονιά σε γειτονιά και τραγουδούν το επικό τραγούδι της «Βλάχας»:
                                       Άντε να πάμε Βλάχα στον πέρα καφενέ
                                      Να σε τρατάρω Βλάχα σουμάδα κι αργιλέ
                                        Δε θέλω τη σουμάδα ούτε τον αργιλέ
                                     Μον θέλω ένα λουκούμι κι ένα γλυκό καφέ
                Οι Μπράμδες μαζεύονται την Κυριακή της Τυρινής στις πλατείες κι άλλα κεντρικά σημεία του νησιού, τραγουδούν και χορεύουν, ενώ παράλληλα τους κερνούν ρυζόγαλο, γαλατομπούρεκο κι άφθονο κρασί.
               
«Το έθιμο του Αχυρένιου-Γληγοράκη» αναβιώνει κάθε Καθαρά Δευτέρα  στην πόλη τηςΒόνιτσας. Είναι μια νότα παράδοσης που καταφέρνει συνδυάζοντας σάτιρα και διασκέδαση να προσφέρει κάθε φορά ξεχωριστές στιγμές στους επισκέπτες και τους ντόπιους. Οι απόψεις για τη προέλευση του εθίμου διίστανται. Κατά μία εκδοχή το έθιμο είναι εξέλιξη της σκωπτικής παράστασης κάποιων μοναχών της Αγίας Παρασκευής εις βάρος ενός μοναχού με το όνομα Γρηγόριος. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το έθιμο είναι κληρονομιά από τους Βενετσιάνους από την περίοδο που κατείχαν την περιοχή. Όμως η επικρατέστερη άποψη είναι αυτή που θέλει τον Γληγοράκη ψαρά ο οποίος αρνήθηκε τη θάλασσα και έψαξε τη τύχη του στη στεριά. Η θάλασσα όμως τον εκδικήθηκε και τον έριξε στα ξένα, να ταλαιπωρείται και να μην μπορεί να έχει σταθερή δουλειά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το δρώμενο έχει στοιχεία των Διονυσιακών τελετών και των αρχαίων τελετών που γίνονταν για την υποδοχή της Άνοιξης. 
               Η διατήρηση και ο εμπλουτισμός του δρώμενου οφείλεται σίγουρα στους ντόπιους ψαράδες. Κάθε χρόνο την Αποκριά, οι ψαράδες ξαναθυμούνται εκείνο τον ψαρά, τον Γληγοράκη, και τον καταδικάζουν με το δικό τους τρόπο. Αφού πιουν, μασκαρευτούν από το Σαββατόβραδο της Τυρινής έως την Καθαρά Δευτέρα βλέπουν τον αρνητή της θάλασσας να έρχεται όπως τότε, που τον έφεραν σηκωτό για να τον πάνε στο Κοιμητήριο του ψαράδικου συνοικισμού. 
               Πρόχειρα φτιαγμένος από άχυρο και παλιά ρούχα κάνει την είσοδό του πάνω σε ένα γάιδαρο που τον τραβά ένας αγροφύλακας και του προσφέρουν βοήθεια δύο γιδοβοσκοί. Οι ρόλοι είναι από χρόνια μοιρασμένοι. Η μάνα, η γυναίκα, οι μοιρολογίστρες, ο γιατρός, οι συγγενείς, ο παπάς. Κάθε χρόνο καινούργια βάσανα περιμένουν τον Γληγοράκη. Κάθε στάση που κάνει δίνεται και μια μικρή θεατρική παράσταση. Ο γιατρός βγάζει γνωμάτευση κάνοντας ερωτήσεις στους συγγενείς και εξετάζει τον ασθενή. Με το πέρασμα των χρόνων η γνωμάτευση άρχισε να προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής και κατέληξε σε αναπαράσταση και διακωμώδηση της επικαιρότητας. 
                Μέσα σε μοιρολόγια και θρήνους πλησιάζει ο παπάς με τα παπαδοπαίδια. Τα λόγια του παραλλαγμένα τροπάρια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Το δειλινό στην κεντρική πλατεία της Βόνιτσας δίνεται η πιο μεγάλη παράσταση. Γλέντι με θαλασσινά, άφθονο κρασί, χορός και τραγούδι. Προς το τέλος της τελετής, σε κάποια διακοπή του γλεντιού, κάποιος εκφωνεί τον επικήδειο, που δεν είναι παρά μια καυστική σάτιρα της επικαιρότητας. Το απόβραδο ο Γληγοράκης στην άκρη του γιαλού ή μέσα σε πρόχειρα κατασκευασμένη βάρκα, ρίχνεται στη φωτιά. Γύρω από τον αχυρένιο που σιγοκαίγεται, γίνεται το γλέντι κορυφώνεται με χορό και ποτό. Άλλη μια Αποκριά φεύγει... μαζί με το «Γληγοράκη...
»
                ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ.   
                
ΓΙΟΡΤΕΣ:
                ΣΥΜΟΓΙΟΡΤΑ. 
                1)Ο Άγιος Τρύφων (1/2). Προστατεύει τα αμπέλια & τους αγρούς από τα τρωκτικά. 
                2) Η  Παναγία η Υπαπαντή (2/2). Προστατεύει μυλωνάδες & αγρότες. Λένε στην ΑΙΤΩΛΙΑ: Ό,τι καιρό κάνει της Υπαπαντής, τέτοιο καιρό θα κάνει τις επόμενες 40 μέρες.
                3) Ο Άγιος Συμεών (3/2). Οι έγκυες την ημέρα αυτή δε δούλευαν για μη σημαδευτούν τα παιδιά στην κοιλιά τους.
                
ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ. Είναι η Πέμπτη της Κρεατινής, που κάθε σπίτι ήθελε να «τσικνώσει τη γωνιά του», να ψήσει δηλαδή κρέας και η τσίκνα να απλωθεί ολόγυρα. Σήμερα, βέβαια, είναι απλά μία ακόμη ευκαιρία για διασκέδαση.
                
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει και λησμόνησε να πάψει».
                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. Μα αν τύχει και θυμώσει, μες το χιόνι θα σε χώσει».
                «Φλεβάρης, κουτσοφλέβαρος και του τσαπιού ο μήνας».
                «Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό».
                «Παπαντή καλοβρεμένη, η κοφίνα γεμισμένη».
                «Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς, Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς».

                «Άγιε Πολύκαρπε βόηθα το σπόρο να φυτρώσει και να πολυκαρπίσει».
                «Άμα αγκιάξει ο Κουτσοφλέβαρος το πόδι του, θα μας χώσει στα χιόνια».
                «Αν δεν βγει ο Φλεβάρης δεν μπαίνει ο Μάρτης».
                «Αν της Υπαπαντής δεν φανεί ο ήλιος, θα βρέχει 40 ημέρες. Αν φανεί θα έρθει καλή χρονιά».
                «Άσπρος Φλεβάρης, χαρούμενος ο χωραφιάρης».
                «Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη, φλέβισέ το».
                «Γενάρη και Φλεβάρη καταβολάδα και ξινάρι».
                «Γενάρης με τα κρούσταλλα, Φλεβάρης με τα χιόνια».
                «Γεναριάτικο αρνί και Φλεβαριάτικο κατσίκι».
                «Ζεστός Φλεβάρης, το Πάσχα κρύο».
                «Η Παπαντή διώχνει τις γιορτές με τ' αντί».
                «Θύμωσε ο Φλεβαράκης, πλάκωσε ο χιονάκης».
                «Κάλλιο Μάρτης με παλούκια παρά Φλεβάρης με μπουμπούκια».
                «Καλοκαιριά της Υπαπαντής, Μαρτιάτικος Χειμώνας».
                «Κύριε ελέησον, Φλεβάρη, και στο χάλκωμα με βάνεις [δηλ. από το κρύο μπαίνω να ζεσταθώ μέσα στο καζάνι».
                «Ο μήνας Φλεβάρης ή τις φλέβες (του νερού) ανοίγει ή τις φλέβες κλείνει».
                «Ο Φλεβάρης αν θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».
                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει του Καλοκαιριού μυρίζει κι αν τις φλέβες του ανοίξει, θε να κάψει να φλογίσει».
                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει του Καλοκαιριού μυρίζει, κι αν αλήθεια φλογίσει πόσους σκύλους θα ψοφήσει».
                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει, πάλι ή άνοιξη μυρίζει μα κι αν τύχη να θυμώσει, μες στα χιόνια θα μας χώσει».
                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει κι άμα πει και θυμώσει μέσ’ τα χιόνια θα μας χώσει».
                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει, μ' αν τις φλέβες του ανοίξει ξεροπήγαδα γιομίζει».
                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει».
                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, μα κι αν δώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».
                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, πάλι άνοιξη θ' ανθίσει. Μα αν κάμει και πεισμώσει, μες τα χιόνια θα μας χώσει».
                «Ο Φλεβάρης φλέβες ανοίγει και πόρτες σφαλάει».
                «Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό».
                «Ότι έφτιασε ο Φλεβάρης έχει ο Αλωνάρης».
                «Ότι ημέρα κάμει της Παπαντής, θα την κάνει σαράντα μέρες».
                «Παπαντή καλοβρεμμένη, η κοφίνα γεμισμένη».
                «Παπαντούλα βροχερή και τ’ αλώνια σαν σωροί».
                «Παπαντούλα χιονισμένη, και τ’ αμπάρια γιομισμένα».
                «Σου ‘πανε Φλεβάρη βρέξε και λησμόνησες να πάψεις».
                «Στα μαλακά Φλεβάρη μου και έχει ο Θεός».
                «Στις δέκα εφτά του Φλεβάρη θα ζεσταθεί το νύχι του βοδιού» [δηλ. αρχίζει να ζεσταίνει ο καιρός]
                «Στις δεκαπέντ' από Φλεβάρη βαρεί το άλογο ποδάρι».
                «Τα γέρικα γαϊδούρια Φλεβάρη ψοφάνε».
                «Τα έκανε ο Φλεβάρης κι έσκασε ο Μάρτης».
                «Τα χιόνια του Φλεβάρη, βγάζουν τον Μάρτη παλικάρι».
                «Τα χρέη του Φλεβάρη, ο Μάρτης τα πλερώνει».
                «Την Τυρινή και των Βαγιών μπαίνει ο διάβολος στο γιαλό».
                «Της Κρεατινής τα κομμάτια τα τρώει η Τυρινή και της Τυρινής τα σκυλιά».
                «Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς, Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς».
                «Τον Γενάρη κλάδευε και τον Φλεβάρη απόσκαφτε».
                «Τον κακό Φλεβάρη ψοφούν οι λύκοι απ’ την πείνα».
                «Τον καλό τον Φλεβαράκη σκάρισε τ’ αρνάκι».
                «Τον ξερό Φλεβάρη, σου παίρνει ο διάβολος το γαλάρι».
                «Τον Φλεβάρη ανοίγουνε οι φλέβες».
                «Τον Φλεβάρη τον καλό ανοίγει η γης από το νερό».
                «Του Αϊ-Τρυφώνου μην δουλέψεις και τα χέρια σου κλαδέψεις».
                «Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει και λησμόνησε να πάψει».
                «Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει κι αλησμόνησε να πάψει».
                «Του Φλεβάρη το κριθάρι του Μάρτη το κατσίκι».
                «Τρεις τα γέννα, τρεις τη Φώτα κ’ έξι τα μεγάλα Πάσχα».
                «Υπαπαντή καλοβρεγμένη, η κοφίνα γιομισμένη».
                «Φλέβαρε - κουτσοφλέβαρε, καταραμένε μήνα, το έκανες το παράκανες με πέθανες απ’ την πείνα».
                «Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε καταραμένε μήνα, μας χιόνισες, μας απόπειρες, μας έλιωσες στην πείνα».
                «Φλεβάρη μήνα κοίταγε ήλιο και φεγγάρι, πάρε και γνώμη από αστρί και κάνε ότι βγάλει».
                «Φλεβάρη το ‘πες, Φλεβάρη το ‘κάνες».
                «Φλεβάρη, φλέβες (νερού) μ’ άνοιξες».
                «Φλεβάρης ,κουτσοφλέβαρος, έρχεται κούτσα κούτσα, όλο νερά και λούτσα».
                «Φλεβάρης κουτσοφλέβαρος, και του τσαπιού ο μήνας».
                «Φοβήθηκε ο παπάς τον Νοέμβρη και ο Δεσπότης τον Φλεβάρη».
                «Φυλάξου από τον διάβολο κι από Φλεβαριάτικο κρύο».
                «Χιόνι το Φλεβάρη βάνει στάπα στο κελάρι».
                «Χιόνι Φλεβαριάτικο, αλώνι αβερτιάτικο».
                «Χιόνια του Φλεβαριού, χρυσάφι του καλοκαιριού».

ΜΑΡΤΙΟΣ
  Στο Ιουλιανό και αργότερα στο Γρηγοριανό ημερολόγιο έχει 31 ημέρες. Από τις 19 μέχρι τις 23 Μαρτίου ο ήλιος μπαίνει στον αστερισμό του Κριού. Στις 21 Μαρτίου πραγματοποιείται η αστρονομική έναρξη της άνοιξης με τη λεγόμενη  «εαρινή ισημερία», δηλ. την ίση χρονική διάρκεια ημέρας και νύχτας. Το όνομα του είναι ρωμαϊκής καταγωγής. Είχε οριστεί ως ο μήνας του θεού Μαρς, που αντιστοιχεί  με τον Άρη, το θεό του πόλεμου των αρχαίων Ελλήνων. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν  αφιερωμένος στον Mercurius δηλ. τον Ερμή. Οι μεγάλες καιρικές μεταβολές του, έδωσαν αφορμή στη λαϊκή φαντασία να πλάσει μύθους, θρύλους, παροιμίες και  παραδόσεις, που αναφέρονται στα βασικά γνωρίσματα του. Αρκετοί μύθοι ζητούν να αιτιολογήσουν, γιατί ο Μάρτης μια γελά και μια κλαίει. Σύμφωνα με κάποια αθηναϊκή παράδοση ο Μάρτης έχει δυο γυναίκες, την μια πολύ όμορφη και φτωχή, την άλλη πολύ άσκημη και πολύ πλούσια. Ο Μάρτης κοιμάται στη μέση. Όταν γυρίζει προς την άσκημη, κατσουφιάζει, μαυρίζει και σκοτιδιάζει όλος ο κόσμος, όταν γυρίζει από την όμορφη, γελάει, χαίρεται και λάμπει όλος ο κόσμος. Αλλά τις περισσότερες φορές γυρίζει από την άσχημη γιατί αυτή είναι πλούσια και τρέφει και τη φτωχή και όμορφη.
                 Άλλες ονομασίες: Ανοιξιάτης, Κλαψομάρτης, Πεντάγνωμος, Φυτευτής και Βαγγελιώτης (λόγω Ευαγγελισμού)
                 
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                 Όργωμα & σβάρνισμα.
                 Σπορά καλαμποκιού & τριφυλλιού.
                 Φύτεμα καλοκαιρινής πατάτας, ντομάτας, μελιτζάνας, πιπεριάς & κολοκυθιάς.
                 Ψεκασμός & θειάφισμα δέντρων.
                 Αποκοπή μικρών αρνιών από τις μάνες τους.
                 ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                 «ΜΕΡΟΜΗΝΙΑ». Οι πρώτες μέρες του Μάρτη. Μέρες δηλ. που από τις καιρικές συνθήκες τους μπορούν να γίνουν σχετικές προγνώσεις για όλο το χρόνο.
                 
«ΜΑΡΤΗΣ» (1/3). Πανελλήνιο έθιμο της πρωτομαρτιάς. Είναι η συνήθεια να δένουν οι μητέρες στο χέρι ή στο πόδι των παιδιών τον λεγόμενο «Μάρτη», κορδόνι από λευκό και κόκκινο νήμα, για να τα προφυλάξουν από τις ακτίνες του μαρτιάτικου ήλιου, οι οποίες θεωρούνται πολύ επικίνδυνες. Για ν’ αποτρέψουν την επίδραση του ήλιου έδεναν στον καρπό του χεριού ή και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού τον «μάρτη», δηλαδή μια λινή κλωστή, άσπρη και κόκκινη ή και χρυσή, στριμμένη, αφού πριν την κρέμαγαν σε κλώνους τριανταφυλλιάς και την εκθέσουν τη νύχτα στα άστρα. Τον «μάρτη» τον φορούσαν ως την Ανάσταση. Τότε τον έβγαζαν και τον έδεναν στην τριανταφυλλιά, για να πάρουν το χρώμα της. Αλλού τα παιδιά κρατούν τον «μάρτη» μέχρι να πρωτοδούν χελιδόνι ή πελαργό. Το δεύτερο κακό που ο λαός φοβάται, τις τρεις πρώτες, τις τρεις μεσαίες και τις τρεις τελευταίες ή τις δέκα-δώδεκα πρώτες μέρες του Μαρτίου, είναι οι Δρίμες, όντα δαιμονικά, που κάνουν κακό στα ξύλα, ρούχα και σώματα. Όσα πανιά πλυθούν τότε, λιώνουν, όσα ξύλα κοπούν, σαπίζουν. Γι’ αυτό ή αποφεύγουν ολότελα να πλύνουν τις μέρες αυτές ρούχα ή, αν πλύνουν, ρίχνουν στο νερό πέταλο, γιατί το σίδερο, όπως πιστεύουν, είναι γιατρικό, αποτρέπει δηλαδή τα δαιμόνια. Επίσης δε λούζονται, δεν κόβουν ξύλα και αποφεύγουν και άλλες εργασίες.
                
«ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑ» (1/3). Πρωτομαρτιάτικο έθιμο της Β. Ελλάδας & των νησιών του Αιγαίου. Ένα μελωδικό καλωσόρισμα της Άνοιξης με ειδικά τραγούδια που λέγουν τα παιδιά γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι κρατώντας στεφάνι λουλουδιών ή ένα κλαδί από κισσό & ομοίωμα χελιδονιού, που έχει ένα «μαγικό χαρακτήρα»:
                                    Χελιδόνα έρχεται, από Μαύρη θάλασσα.
                                    Θάλασσα επέρασε. Έκατσε και λάλησε…
                                   Μάρτης μας ήρθε, τα λουλούδια ανθίζουν,
                                  Όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα υγεία και χαρά…
                Στην περιοχή του Πύργου Ηλείας τραγούδαγαν:
                                    χελιδονάκι πέταξε, ήβρε κήπον κι έκατσε,
                                  και γλυκοκελάηδησε, Μάρτη, Μάρτη μου καλέ.
                                 Μάρτη, Μάρτη μου καλέ  και Απρίλη θαυμαστέ,
                             τα πουλάκια αβγά γεννούν κι αρχινούν να τα κλωσούν.

                Τα παιδιά, με το τραγούδι τους, επικαλούνται τα αληθινά χελιδόνια, να έρθουν στον τόπο τους και μαζί μ’ αυτά η άνοιξη. Η νοικοκυρά παίρνει λίγα φύλλα κισσού από το καλάθι της χελιδόνας, τα τοποθετεί στο κοτέτσι, για να γεννούν πολλά αυγά οι κότες, και δίνει ένα ή δυο αυγά στα παιδιά που ξεκινούν για άλλο σπίτι. Όπως είναι γνωστό, ο βαθυπράσινος κισσός είναι σύμβολο της αειθαλούς βλαστήσεως και θεωρείται μέσο ικανό να μεταδώσει τη θαλερότητα και τη γονιμότητα στις όρνιθες και τα άλλα ζώα.
                 Έπαιρναν για αμοιβή  γλυκίσματα και χρήματα, κάτι ανάλογο με την αμοιβή από τα κάλαντα, δίνοντας ευχές για ευημερία και ευγονία. Πρόκειται για έθιμο που κατάγεται από την αρχαιότητα, όπως αποδεικνύει το «χελιδόνισμα», δηλαδή το τραγούδι της χελιδόνας, που μας παρέδωσε ο Αθήναιος γύρω στα 200μ.Χ., αλλά ανάγεται σε πολύ παλιότερα χρόνια. Η ομοιότητα του τραγουδιού με το σημερινό όχι μόνο εννοιολογική αλλά εν μέρει λεκτική, είναι ολοφάνερη
                
ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ (9 Μαρτίου)
                Στη συνείδηση του λαού ο αριθμός 40 είναι ιερός. Γι’ αυτό και οι άγιοι Σαράντα, που μαρτύρησαν το 320 στη Σεβάστεια, λατρεύονται ιδιαίτερα από το λαό. Όλες οι συνήθειες και οι προλήψεις της ημέρας αυτής βάση έχουν τη θρησκευτική ή τη μαγική σημασία του αριθμού 40. 
                Συνηθίζονται οι σαραντόπιττες, δηλαδή πίτες με σαράντα φύλλα, ή 40 τηγανίτες ή φαγητά από 40 ειδών χόρτα ή όσπρια που τα μοιράζουν για την ψυχή των ζωντανών. 
                Κοινότατη είναι η παροιμία: Σαράντα φας, σαράντα πιείς, σαράντα δώσ’ για την ψυχή 
                
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ. Ταυτισμένη με τα Κούλουμα (ομαδική έξοδος στις εξοχές), το Γαϊτανάκι(το γαϊτανάκι ήταν ένας ειδικός χορός, στον οποίο τα καρναβάλια κινούνταν γύρω από ένα ψηλό κοντάρι, κρατώντας πολύχρωμες ταινίες, δεμένες στην κορυφή του κονταριού, "πλέκοντας" μ΄αυτό τον τρόπο το γαϊτανάκι) και το πέταγμα χαρταετών [τσερκένια (Σμύρνη), ουτσουρμάδες (Κων/πολη), πουλία (Πόντος), πετάκια (Θράκη), αετός- μύλος- ψαλίδα- άστρο-φωτοστέφανο (κυρίως Ελλάδα), φυσούνα (Επτάνησα)] . Επίσης χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι η αθυροστομία, τα αλληλοπειράγματα, τα σκώμματα, η σάτιρα & το νηστίσιμο τραπέζι με τα τουρσί, κρεμμυδάκια φρέσκα, ραπανάκια, ταραμά, αλάδωτα όσπρια, τους χαλβάδες, τα θαλασσινά, τα ντολμαδάκια, μα πάνω απ’ όλα την γνωστή σε όλους μας λαγάνα (είδος ψωμιού άζυμου, δηλ. χωρίς προζύμι).  
                «ΚΥΡΑ-ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ». Έθιμο που συναντάται σε όλη την Ελλάδα. Για τη μεγάλη νηστεία του Πάσχα (40 ημερών), παρίσταναν τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν μία γυναίκα με όλα τα χαρακτηριστικά της νηστείας: ξερακιανή, αυστηρή, χωρίς στόμα, με χέρια σταυρωμένα (γιατί είναι όλο προσευχή), με σταυρό στο κεφάλι και με 7 πόδια, όσες και οι βδομάδες για το Πάσχα. Την έφτιαχναν από χαρτόνι ή πανί παραγεμισμένο με πούπουλα και την κρεμούσαν από το ταβάνι (σαν είδος ημερολογίου, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ημερολόγια). Κάθε βδομάδα (ημέρα Σάββατο) που περνούσε έκοβαν κι από ένα πόδι μέχρι να φτάσει το Πάσχα. Το τελευταίο πόδι το έβαζαν μέσα σ’ ένα ξερό σύκο ή σ’ ένα καρύδι. Όποιος το ‘βρισκε ήταν ο τυχερός.
                 Σε μερικά μέρη, αντί του σκίτσου, οι γιαγιάδες έφτιαχναν την Κυρά-Σαρακοστή με νηστίσιμο ζυμάρι. Αφού την έψηναν, την έβαζαν στα εικονίσματα. Κάθε Σάββατο κατέβαινε από τη θέση της για να της κοπεί ένα πόδι.
                 Το τραγούδι της Κυράς Σαρακοστής είναι:
                                    Την Κυρά Σαρακοστή, που είναι έθιμο παλιό
                                  οι γιαγιάδες μας τη έφτιαχναν με αλεύρι και νερό.
                                   Για στολίδι της φορούσαν στο κεφάλι της σταυρό
                                   μα το στόμα της ξεχνούσαν, γιατί νήστευε καιρό.
                               Και τις μέρες τις μετρούσαν  με τα πόδια της τα επτά
                                 έκοβαν ένα τη βδομάδα μέχρι να ‘ρθει η Πασχαλιά.
                 
«Η ΦΟΒΕΡΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΑΡΑ» (Πόντος). Ο Κουκαράς ήταν ένα σκιάχτρο, που έφερνε σε θεογνωσία τους μικρούς κι ανήξερους. Ήταν ένα κρεμμύδι μεγάλο με μουστάκες (ίνες της ρίζας του), μαυρισμένο καλά. Και οι μουστάκες του καψαλισμένες για να μαυρίζουν κι αυτές. Μάτια άσπρα, φτιαγμένα με κιμωλία. Στα πλευρά του-στη μεγάλη διάμετρο της μέσης του-ολόγυρα μπηγμένα κάθετα και σε ίσα διαστήματα μεταξύ τους, 7 φτερά από κότα, ισάριθμα με τις εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής. Το έδεναν από την ουρά και το κρέμαγαν νωρίς το πρωί της Καθαρής Δευτέρας από τη μέση της οροφής της τραπεζαρίας.
                 
25η ΜΑΡΤΙΟΥ. Η επέτειος της Εθνεγερσίας & ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Τότε οι βοσκοίτης Κρήτης οδηγούν τα αιγοπρόβατα από τα χειμαδιά στα ορεινά μέρη, σύμφωνα με την παροιμία:
«Κούρευε, κουδούνωνε και στα όρη ανέβαινε».
                 Ορισμένες λαϊκές συνήθειες έχουν βάση την αντίληψη ότι η εαρινή περίοδος αρχίζει την ημέρα του Ευαγγελισμού. Έτσι στην Ήπειρο τα παιδιά παίρνουν ένα ταψάκι ή ταβά χωματένιο, το χτυπούν μ’ ένακουτάλι και λένε: Φευγάτε, φίδια, γκουστερίτσια, σήμερα είναι του Ευαγγελισμού!
                 Αλλού τα κορίτσια βγαίνουν στους αγρούς, κάθονται πάνω στα σπαρτά και τ’ αγκαλιάζουν. Αλλού κάνουν κούνια και κουνιούνται (τραγούδια καλημεριστά). Η αποχή από κάθε εργασία την ημέρα αυτή είναι, εξαιτίας δεισιδαιμονικών φόβων, απόλυτη: δε σαρώνουν, δε βγάζουν νερό από το πηγάδι, ούτε λάδι από το κιούπι, δεν ανοίγουν σεντούκι, δεν πάνε στα περιβόλια κλπ.
                 Τη μέρα του Ευαγγελισμού καμιά γυναίκα δεν έπρεπε να μείνει έγκυος, έλεγε ο λαός, γιατί το παιδί θα γεννηθεί ανήμερα τα Χριστούγεννα. Και τα παιδιά που γεννιούνται Χριστούγεννα δεν προκόβουν ή γίνονται καλικαντζαράκια. Και βέβαια αυτή τη μέρα δεν κάνουν καμιά δουλειά. Ούτε το σεντούκι δεν άνοιγαν.                                             Στη Σωζόπολη Θράκης λένε πως ούτε τα χελιδόνια φτιάχνουν τη φωλιά τους αυτή τη μέρα. Τόσο μεγάλη γιορτή είναι.
                 
«ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ». Λέγονται οι τελευταίες μέρες του Μάρτη. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν μια γριά που θέλησε να κοροϊδέψει τον Μάρτιο, νομίζοντας ότι γλίτωσε αρνιά και κατσίκια από το κρύο και το χιόνι του, είπε:
-Πριτς, Μάρτη μου, τα γλίτωσα τα κατσικάκια μου!
                Αυτός όμως έκαμε τις τελευταίες μέρες του τόσο δυνατή κακοκαιρία, που η γριά και τα ζώα πέτρωσαν από το κρύο.
                
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Aκόμη και στις δεκαοχτώ έχει το μάτι του ανοιχτό».
                «Aκόμη στις δεκαοχτώ, ψοφάει η πέρδικα στ' αυγό. Λένε και στις τριάντα, μα δεν ηξεύρω γιάντα».
                «Aν κάνει ο Mάρτης δυο νερά κι ο Aπρίλης πέντε-δέκα, να δεις το κοντοκρίθαρο πως στρίβει το μουστάκι, να δεις και τις αρχόντισσες πως ψιλοκλεισιρίζουν, να δεις και τη φτωχολογιά πωςψιλοκοσκινάει».
                «Mάρτης άβροχος, μούστος άμετρος».
                «Mάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης».
                «Mάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης. Και σαν τύχει και θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».
                «O Mάρτης το πρωί χιόνισε, κι ο γάιδαρος ψόφησε (από το κρύο). Το μεσημέρι βρώμισε (από τη ζέστη), και το βράδυ τον πήρε το ποτάμι (από τη βροχή)».
                «O Μάρτης ο κλαψόγελος».
                «Tο Mάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια».
                «Αλί στα μαρτοκλάδευτα και τ’ απριλοσκαμένα» [δηλ. Το Μάρτη δεν πρέπει να κλαδεύεται τίποτα και τον Απρίλη να σκάβεται η γη]
                «Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλη άλλο ένα, χαρά σε εκείνον το γεωργό Που’ χει στη γη σπαρμένα».
                «Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά, κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σε εκείνον το ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα».
                «Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα».
                «Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεντόνα».
                «Από Μαρτιού πουκάμισο, κι απ' Αύγουστο σεγκούνι».
                «Απρίλης έχει τα χάδια κι ο Μάρτης τα δαυλιά».
                «Βροντή Μαρτιού, φίλεμα με καρύδια».
                «Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης, παρά Μάρτης λιοπυριάρης».
                «Κάλλιο Μάρτης στα δαυλιά, παρά στα προσηλιακά».
                «Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές» [δηλ. Καλύτερα το Μάρτη να ‘χει κρύο παρά ζέστη]
                «Καλοκαιριά της Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας».
                «Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή
                «Μάρτη και Σεπτέμβρη ίσια τα μεσάνυχτα» [ισημερία]
                «Μάρτης άβρεχτος, μούστος άμετρος» [δηλ. όταν ο Μάρτης δεν έχει βροχές, ωφελούνται πολύ τα αμπέλια]
                «Μάρτης βρέχει, θεριστάδες χαίρονται».
                «Μάρτης βρέχει; Ποτέ μην πάψει».
                «Μάρτης βροχερός, θεριστής κουραστικός».
                «Μάρτης δίμουρος. Μάρτης πεντάγνωμος».
                «Μάρτης έβρεχε, Θεριστής τραγούδαγε».
                «Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρότανε».
                «Μάρτης είναι, χάδια κάνει, πότε κλαίει, πότε γελάει».
                «Μάρτης κλαψής, θεριστής χαρούμενος».
                «Μάρτης πουκαμισάς, δεν σου δίνει να μασάς».
                «Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα» [δηλ. μη νομίσεις ότι ο καιρός θα είναι κακός όλη την ημέρα και δεν πας στη δουλειά σου]
                «Ξύλα φύλαγε τον Μάρτη, να μην κάψεις τα παλούκια».
                «Ο Αύγουστος για τα πανιά κι ο Μάρτης για τα ξύλα».
                «Ο ήλιος του Μαρτιού, τρυπάει κέρατο βοδιού».
                «Ο καλός Μάρτης στα κάρβουνα, κι' ο κακός στον ήλιο».
                «Ο Μάρτης εδιαλάλησε, μικρά μεγάλα πάνω» [δηλ. μεγαλώνουν όλα τα φυτά]
                «Ο Μάρτης έχει τ' όνομα, κι ο Απρίλης τα λουλούδια».
                «Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος ώρα στον ήλιο, ώρα στον τοίχο» [δηλ. εκεί που κάθεσαι στον ήλιο, πιάνει κρύο και πας δίπλα στο τζάκι]
                «Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, εφτά φορές χιόνισε και πάλι το μετάνιωσε που δεν εξαναχιόνισε!»
                «Ο Μάρτης το πρωί πηλά (λάσπες) και το βράδυ χώματα» (το πρωί βρέχει και μέχρι το βράδυ έχει στεγνώσει).
                «Ο Μάρτης το πρωί το ψόφησε, και το βράδυ το βρόμισε».
                «Ο Μάρτης ως το γιόμα ψοφάει το βόδι (από το κρύο) κι ως το βράδυ το βρωμίζει (από τη ζέστη)».
                «Ο Μάρτης ώρα βρέχει και χιονίζει κι ώρα μαρτολουλουδίζει».
                «Όλες του Μάρτη φύλαγε και τ' Απριλίου τις δώδεκα, ότι ακόμη και στις δεκαοχτώ πέρδικα ψόφησε στ' αβγό».
                «Όλοι οι μήνες καιν τα ξύλα και ο Μάρτης τα παλούκια».
                «Οπού ‘χει κόρη ακριβή, του Μάρτη ήλιος μην τη δει».
                «Ούτε ο Αύγουστος χειμώνας, ούτε ο Μάρτης καλοκαίρι».
                «Σαν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα χαράς σ' εκείνο το ζευγά που ‘χει πολλά σπαρμένα».
                «Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απρίλης άλλη μία, να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».
                «Στων αμαρτωλών τη χώρα, το Mαρτάπριλο χιονίζει».
                «Τα λόγια σου είναι ψεύτικα σαν του Μαρτιού το χιόνι, που το ρίχνει από βραδύς και το πρωί το λιώνει».
                «Τα παλιά παλούκια καίει, τα καινούρια πάει και φέρνει».
                «Το Μάρτη ξύλα φύλαγε κι άχερα των βοδιώνε και λίγα ξυλοκέρατα να δίνεις των παιδιώνε».
                «Το Μάρτη τον πεντάγνωμο οπού γελά και κλαίει, Θα τόνε τιμωρήσουμε ψέματα να μη λέει».
                «Το Μάρτη φύλαε άχερα, μη χάσεις το ζευγάρι».
                «Τον Μάρτη κι αν τον αγαπάς φίλο μην τον κάνεις».
                «Τον Μάρτη χιόνι βούτυρο, μα σαν παγώσει μάρμαρο».
                «Του Mάρτη του αρέσει, να είναι πάντα στο διπλό, μια στις δέκα να έχει ήλιο, και τις άλλες ξυλιασμό».
                «Του Μάρτη και του Τρυγητή ίσα τα ημερόνυχτια».
                «Του Μάρτη ο ήλιος βάφει, και πέντε μήνες δεν ξεβάφει».
                «Του Μάρτη οι αυγές με κάψανε, του Μάη τα μεσημέρια».
                «Τσοπάνη μου την κάπα σου, το Μάρτη φύλαγε την».

ΑΠΡΙΛΙΟΣ
 Από το λατινικό aperio =ανοίγω, γιατί τότε ανοίγουν-ανθίζουν τα λουλούδια. Είναι ο 4οςμήνας του Γρηγοριανού (νέου) και του Ιουλιανού (παλαιού) ημερολόγιου και ο 2ος του ρωμαϊκού, κοινώς Απρίλης. Ήταν αφιερωμένος στην Αφροδίτη. Θεωρείται ο μήνας της άνοιξης. Τότε οι βοσκοί αφήνουν τα χειμαδιά και ανεβαίνουν στα βουνά. Οι βροχές του θεωρούνται ευεργετικές. Μερικά παρατσούκλια του είναι: Γρίλλης (=γκρινιάρης), Τιναχτοκοφινίδης (τίναζαν τα κοφίνια, δηλ. τέλειωναν οι προμήθειες), Αηγιωργίτης ή Αηγιωργάτης, Λαμπριάτης και Τριανταφυλλάς.
                 ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                 Σπέρνουν ρεβίθια, φασόλια, κεχρί, καλαμπόκι, τεύτλα (από τα οποία παράγεται η ζάχαρη), πατάτες, βαμβάκι και καπνά (ανάλογα βέβαια την περιοχή).
                 Θειαφίζουν τα αμπέλια.
:                Κούρεμα προβάτων
                 ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                 «ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ». Αρχαίο έθιμο της δύσης, που ήρθε στην Ελλάδα την εποχή των Σταυροφοριών, από τη Γαλλία. Κατά το έθιμο αυτό συνηθίζουμε να λέμε μικρά αθώα ψέματα, για να πειράξουμε τους φίλους μας με σκοπό το γέλιο.
                 Στη Σύμη τον Απρίλη ανάβουν φωτιές και πηδώντας λένε: «Έξω ψύλλοι και κοριοί  και μεγάλοι ποντικοί» . Στη Θράκη το πρωταπριλιάτικο νερό της βροχής θεωρείται  ευεργετικό για τις «θερμές» (πυρετούς) . Στη Κύπρο δεν απλώνουν ρούχα την 1η  Πέμπτη του Απρίλη («πρωτόπεφτο»), ούτε βγάζουν έξω από το σπίτι εργαλεία,  γιατί  καταστρέφεται η καλή τύχη του σπιτιού, «αναθεμελιώνεται» .Την ημέρα αυτή δεν  κάνει να σκάψει κάποιος, γιατί «σκάφτει το λάκκο του».
                 
«ΑΝΑΠΙΑΣΜΑ». Τη Μ. Τετάρτη, οι νοικοκυρές ανάπιαναν (=ανανέωναν) το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού όλης της χρονιάς.
                 
ΒΑΨΙΜΟ ΑΒΓΩΝ. Το έθιμο αυτό το πήραμε μάλλον από τους Εβραίους, αφού κι αυτοί γιορτάζοντας το δικό τους Πάσχα, έκαναν κάτι αντίστοιχο. Τη Μ. Πέμπτη το πρωί, οι γυναίκες έβαφαν τααβγά κόκκινα (στις περισσότερες περιοχές, γι’ αυτό κι ο λαός μας την ονομάζει Κόκκινη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη), ή πολύχρωμα. Για το κόκκινο χρώμα δίνουν διάφορες εξηγήσεις. Άλλοι λένε ότι θυμίζει το αίμα του Χριστού, άλλοι λένε ότι είναι το χρώμα της χαράς κι άλλοι διηγούνται ότι όταν αναστήθηκε ο Χριστός, η πρώτη που τον είδε, ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή. Έτρεξε να το αναγγείλει στους μαθητές του. Την ώρα εκείνη συνάντησε μια γνωστή της γυναίκα που γύριζε από το κοτέτσι, κρατώντας στην ποδιά της αβγά.
-Πού τρέχεις έτσι; Τη ρώτησε η γυναίκα.
-Τρέχω να πω στους μαθητές του Κυρίου, πως εκείνος αναστήθηκε, απάντησε η Μαγδαληνή.
-Δεν το πιστεύω. Θα το πιστέψω μόνο όταν αυτά τα αβγά που μάζεψα, γίνουν κόκκινα.
                 Το πρώτο που έβαφαν, είχε ξεχωριστεί σημασία για τη νοικοκυρά. Το ονόμαζαν «το αβγό της Παναγιάς» και το έβαζαν στο εικονοστάσι. Το παλιό, που είχαν κρατήσει από την προηγούμενη χρονιά (λένε μάλιστα ότι αυτό το αυγό δεν χάλαγε), το πέταγαν στο ποτάμι. Κάποτε το κράταγαν 7 χρόνια, μέχρι ο κρόκος του να γίνει σαν κεχριμπάρι και το είχαν σαν φυλακτό για τις έγκυες. Αυτό το αβγό το έλεγαν Κρατητήρα.
                 Σε πολλά μέρη της Ελλάδας, οι νοικοκυρές, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας, τοποθετούσαν σ’ ένα κουτάκι τόσα αβγά και τα πήγαιναν στην εκκλησία το απόγευμα της Μ. Πέμπτης, για να πάρουν τη «θεία χάρη» από τα 12 ευαγγέλια που διαβάζονται εκείνο το βράδυ. Αυτά τα αβγά τα έλεγαν «ευαγγελισμένα» και τα άφηναν στην εκκλησία μέχρι το βράδυ του Μ. Σαββάτου, οπότε και τα έφερναν ξανά στο σπίτι τους. Τα τσόφλια των «ευαγγελισμένων» αβγών τα έριχναν στα χωράφια, στις ρίζες των δέντρων κι έλεγαν την ευχή: «να πιάσουν όλα τα φυτέματα».
                 Στην Κορώνη, τα Μεγαλοπεφτιάτικα αβγά τα φυλάνε και τα έτρωγαν όταν τους πονούσε ο λαιμός τους.
                 Στην Ύδρα, την βαφή των κόκκινων αβγών δεν τη έχυναν, γιατί πίστευαν πως έτσι δεν έδιωχναν την καλή τύχη των κοριτσιών τους.
                 Από το βράδυ της Ανάστασης κι ύστερα, οι πιστοί τσουγκρίζουν τα κόκκινα αυγά, από εκδήλωση χαράς, ευχόμενοι: «Χριστός Ανέστη», κι αντεύχονται «Αληθώς Ανέστη».
                 Στην ΚΕΡΚΥΡΑ, το πρωί του Μ. Σαββάτου, μετά την περιφορά του σκηνώματος του Αγ. Σπυρίδωνα, στους δρόμους της πόλης, στις 11.00 ακριβώς, οι κάτοικοι πετούν απ’ τα παράθυρά τους τιςμπότιδες (πήλινα σκεύη). Ο θόρυβος που προκαλείται, δίνει το σύνθημα της πρώτης Ανάστασης. Κάτι ανάλογο γίνεται και στη Λευκάδα με το έθιμο «Το κομμάτι», όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι.
                 Στο ΛΕΩΝΙΔΙΟ, τη νύχτα της Ανάστασης, μόλις ακουστεί το «Χριστός Ανέστη», ο ουρανός γεμίζει από εκατοντάδες αυτοσχέδια αερόστατα, που κατασκευάζουν οι κάτοικοι μόνοι τους, από κόκκινο χαρτί, σύρμα, καλάμι και στουπί. Επίσης οι «αφανοί», δηλ. μεγάλες φωτιές, που καίνε τον Ιούδα, συμπληρώνουν την ατμόσφαιρα.
                 
«ΡΟΥΚΕΤΟΠΟΛΕΜΟΣ». Έθιμο από τα χρόνια της τουρκοκρατίας στο Βροντάδο της Χίου. Από παλιά στο χωριό αυτό, ανάμεσα στις εκκλησίες του Αγίου Μάρκου και την Παναγία Ερυθεανή υπήρχε ένας ανταγωνισμός, με την καλή βέβαια έννοια. Αυτή την αγάπη τους, οι ενορίτες των 2 αυτών εκκλησιών, την εκδηλώνουν το βράδυ της Ανάστασης, με ρουκέτες προσπαθώντας να «κανέψουν» (να στοχεύσουν) ο ένας την εκκλησία του άλλου. Στις 12 τα μεσάνυχτα που θα σημάνουν οι καμπάνες, οι ρουκέτες θα σχίσουν τον ουρανό, σκορπώντας  τη μυρωδιά του καπνού με τους χαρακτηριστικούς ήχους της απογείωσής τους. Και όταν τελειώνει ο πόλεμος, χωρίς νικητές και χαμένους, τσουγκρίζουν τα αυγά της «αγάπης» και αρχίζει το γλέντι.
                 
«ΛΑΜΠΡΟΚΕΡΙΑ». Σε πολλά χωριά, οι κάτοικοι έχουν έθιμο να πλάθουν μόνοι τους τα λαμπριάτικα κεριά, δηλ. τις λαμπάδες της Λαμπρής, από αγνό κερί. Τη λαμπάδα που ανάβουν το βράδυ της Ανάστασης, τη φέρνουν άσβηστη στο σπίτι τους, «για το καλό» και ανάβουν μ’ αυτήν το καντίλι, σχηματίζουν δε με τη κάπνα της ένα σταυρό στο πάνω μέρος της εξώπορτας του σπιτιού.  
                 ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ & ΨΩΜΙΑ ΛΑΜΠΡΗΣ. Τις φτιάχνουν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Τις ζυμώνουν με διάφορα μυρωδικά, προσθέτουν μαστίχα, γλυκάνισο, ζουμί από βρασμένα δαφνόφυλλα & τις στολίζουν με αμύγδαλα, σουσάμι και στολίδια φτιαγμένα με το ζυμάρι. Τις πλάθουν στρογγυλές ή μακρουλές και στη μέση τοποθετούν ένα κόκκινο αυγό.
                 
ΛΑΜΠΡΙΑΤΗΣ ή ΠΑΣΧΑΤΗΣ. Είναι το σουβλιστό (κυρίως) αρνί που προορίζεται για το πασχαλινό τραπέζι. Σφάζεται το Μ. Σάββατο. Έπρεπε να είναι άσπρο, αρτιμελές, γερό και στολιζόταν με κόκκινη κορδέλα, για να ξεχωρίζει από τα άλλα. Με το αίμα του σταυρωνόταν τα μέτωπα των παιδιών και το ανώφλι της πόρτας για το καλό και την υγεία.
                 
«Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ» (Αράχοβα). Την ημέρα του Αγίου Γεωργίου, οι γέροντες, μετά τη θεία λειτουργία, πηγαίνουν σ’ έναν απότομο ανήφορο γεμάτο κροκάλες και παραβγαίνουν κι όποιος νικήσει παίρνει ένα αρνί. Μετά τον αγώνα γίνεται χορός και κατόπιν βγάζουν την εικόνα, αφού ακουστούν κανονιές.
                 ΓΙΟΡΤΕΣ:
                 ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ (Η ανάσταση του «φίλου» του Χριστού). Συμβολίζει το φως της ανάστασης και τη σκιά της ανθρώπινης μοίρας. Ο Λαζαρίτικος παιδικός αγερμός: Μικρά κορίτσια (σε άλλες περιοχές και μεγάλες γυναίκες), οι ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ, το Σάββατο του Λαζάρου, γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, με μια κούκλα (πάνω σε 2 ξύλα που τα δένουν σταυρωτά με λογιών-λογιών κουρέλια, σχηματίζουν μια μεγάλη κούκλα με τα χέρια τεντωμένα στα πλάγια, ύστερα τη ντύνουν μετά μ’ ένα μωρουδίστικο φορεματάκι κι από πάνω της ρίχνουν ένα όμορφο χρωματιστό κεφαλομάντηλο) στο χέρι & ένα ανθοστόλιστο καλαθάκι, φέρνοντας την είδηση της ανάστασης του Λάζαρου, τραγουδώντας:
                       Ξύπνα Λάζαρη κι μην κοιμάσι, τώρα μέρα σου, τώρα χαρά σου,
                                        τώρα που ‘ρθαμι στην αφεντιά σου.
                     Τα κουτάκια σας αβγά γιννούνι κι οι φωλίτσες σας δεν τα χουρούνι
                                          δόσι μας κι μας να τα χαρούμι.
                      Δόμ’ αφέντη μου λίγον νεράκι πούν’ τα χ’λάκια μου πικρό φαρμάκι.
                 Στη ΧΙΟ:
                                      Ήρθεν ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια
                                     ήρθε κι η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
                            Βάγια-Βάγια των Βαγιών (ρεφρέν) τρώνε ψάρι και κολιό
                                 και την άλλη Κυριακή τρων’ το κόκκινο αβγό.

                                 Εις την πόλη Βηθανία κλαίει η Μάρθα κι η Μαρία
                          Μάρθα κλαίει τον αδελφό της, τον γλυκό τον καρδιακό της.
                              -Λάζαρέ μου ίντα είδες, εις τον Άδη που επήγες;
                              -Είδα πόνους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
                                Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι
                            της καρδιάς μου των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.
                         Το αυγουλάκι στο καλαθάκι και το φραγκάκι μες στο τσεπάκι.
                               Και του χρόνου και να ζείτε, την Ανάσταση να δείτε. 
                  Σαν φιλοδώρημα τυπικό, μάζευαν στο καλαθάκι άβαφα αβγά (ή και χρήματα) για να τα βάψουν τη Μ. Πέμπτη.
                  Στην ΚΡΗΤΗ, Τα παιδιά γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ένα σταυρό που έχουν φτιάξει από καλάμια και τον έχουν στολίσει με λεμονανθούς και «μαχαιρίδες» (αγριόχορτα, με κόκκινο λουλούδι) και λένε τον «Λάζαρο».
                  Στη ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ΘΡΑΚΗ, γυρίζουν μόνο κορίτσια. Ένα απ’ αυτά κρατά ένα κόπανο (μ’ αυτό κοπανίζουν τα ρούχα της μπουγάδας), τυλιγμένο με χρωματιστά υφάσματα, σαν να είναι μωρό, και τραγουδούν το Λάζαρο.
                  Σε ορισμένα ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ (Σκύρος, Χίος), τα παιδιά φτιάχνουν το Λάζαρο με μια κουτάλα, ενώ δένουν ένα ξύλο σταυρωτά πάνω στην κουτάλα, πως είναι δήθεν τα χέρια. Ντύνουν την κουτάλα με ρουχαλάκια μωρού, τη στολίζουν με λουλούδια και την περιφέρουν από σπίτι σε σπίτι. Το ένα παιδί της παρέας κουνάει την κούκλα, το «Λάζαρο», ανάλογα με το ρυθμό του τραγουδιού. Ένα άλλο παιδί κρατάει ένα καλαθάκι, όπου οι νοικοκυρές βάζουν μέσα τα φιλέματα. Αυτά μπορεί να είναι αβγά, κουλούρια ή και χρήματα.
                  
ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ. Το πένθος της Χριστιανοσύνης.
                  
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ: Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας τραγουδούν την ημέρα της Μ. Παρασκευής, την ώρα που στολίζουν τον επιτάφιο, αυτό το μοιρολόγι:
                           Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
                            σήμερα εσταυρώσανε των πάντων βασιλέα.
                         Οι φθονεροί αρχιερείς και γραμματείς οι πρώτοι
                        χρήματα έταζαν πολλά για να ‘βρουν τον προδότη.
                          Ως ήταν πρέπον και τιμή δώρα να ετοιμάσουν
                           συμβούλιον εποίησαν, Αυτόν δια να πιάσουν.
                          Με δολερόν συμβούλιον, έστησαν την παγίδα
                           και έπιασαν τον δολερόν Απόστολον Ιούδαν.
                       Σημαίνει η γης σημαίν’ ο θεός, σημαίνουν τα ουράνια
                       σημαίνει κι Αγια Σοφιά, με τσ’ δικουχτώ καμπάνες.
Β΄ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
                       Τώρα είν’ Αγιά Σαρακοστή, τώρα είν’ Άγιες ημέρες
                      που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες.
                        Άκου βροντές και αστραπές και ταραχές μεγάλες
                      Βγαίνει να δει στην πόρτα της, να δει στη γειτονιά της.
                        Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
                         Και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο
                       Βλέπει τον Γιάννη κ’ έρχεται δαρμένος και κλαμένος:
                       «Τι έχεις Γιάννη μου και κλαις κι είσαι βουρκωμένος;»
                        «Δεν έχω στόμα να στο πω, μιλιά να σου μιλήσω
                          μήτε καρδιά μου το κρατά, να στο μολογήσω»
                          -Τον δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι
                          οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
                         Σαν τ’ άκουσε η Δέσποινα, πέφτει, λιποθυμάει
                          Τρία σταμνιά ροδόνερο, τρία σταμνάκια μόσχο
               Και τρία σταμνιά ανθόνερο, ως να τη συνεφέρει κι αυτά τα λόγια λέει:
                    «Να ‘ρθει η Μάρθα κι η Μαρία και του Προδρόμου η μάνα
                        να πάρουμε όλες το στρατί, νάμαστε τρεις αντάμα»
                          Παίρνουνε το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
                         Και το στρατί τους έβγαλε, στ’ ατσίγγανου τη μάνα
                         «Ώρα καλή σου ατσίγγανε, τι είν’ αυτά που κάνεις;»
                         «Καρφιά μου παραγγείλανε, οι φίλοι μου οι Εβραίοι
                            τέσσερα παραγγείλανε κι εγώ τα κάνω πέντε
                        τα δυο του, δυο του γόνατα, τα δυο του, δυο του χέρια
                         το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μεσ’ τη καρδιά του
                          να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του»
                            Σαν τ’ άκουσε η Δέσποινα, πέφτει λιγοθυμάει
                             Κι όταν τη συνεφέρανε, αυτόν τον λόγο λέει:
                            «Ανάθεμά σε ατσίγγανε εσύ και τα παιδιά σου
                             εσύ και η φαμίλια σου κι όλα τα γονικά σου
                             ανάθεμά σε ατσίγγανε χαΐρι να μην κάνεις
                            ούτε ψωμί στο ράφι σου ποτέ να αποτάξεις»
                          Παίρνουν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
                       Και το στρατί τους έβγαλε μπρος του Πιλάτ’ την πόρτα
                         Βλέπουν την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
                            Και τα ψηλά παράθυρα σφιχτά, μανταλωμένα
                         Άνοιξε η πόρτα του ληστού κι η πόρτα του Πιλάτου
                           Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της
                          Βλέπει δεξά, βλέπει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει
                           Βλέπει και ξαναδεύτερα, βλέπει τον Άγοι Γιάννη
                        «Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου
                          εμένα είναι ο γιόκας μου και σένα δάσκαλός σου»
                          «Δεν έχω στόμα να στο πω, μιλιά να σου μιλήσω
                           μήτε η καρδιά μου το βαστά, να στο ομολογήσω.
                            Βλέπεις Εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο;
                             Οπού φορεί στη κεφαλή τ’ ακάνθινο στεφάνι;
                           Εκείνος ειν’ ο γιόκας σου και μένα δάσκαλός μου»
                             Πάει κοντά η Παναγιά και Τον επροσκυνάει
                             «Κατέβα γιε μου χαμηλά, να σε γλυκοφιλήσω
                            να βγάλω τη χρυσή ποδιά, το αίμα να σκουπίσω»
                            «Άντε μάνα στο σπίτι μας και διάφορο δεν έχεις
                            και το Μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις
                             βάλε κρασί στον μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
                           να φαν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες
                        να φάνε κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
                             Πήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι 
                          και το στρατί τους έβγαλε στης Παναγιάς την πόρτα
                              βάζει κρασί στο μαστραπά, αφράτο παξιμάδι
                          και φάγαν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες
                         φάγαν κι οι καλόπαντρες, για τους καλούς τους άντρες
                               Περνά κι η Άγια Καλή και το χαμογελάει
                          «Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;»
                         «Α, να χαθείς, Άγια Καλή, ποτέ να μην γιορτάζεις
                            ποτέ να μη βρεθεί κανείς, κεράκι να σ’ ανάβει»
                           Όποιος τ’ ακούει σώνεται κι όποιος το λέει αγιάζει
                          Κι όποιος το καλοαφουγκράζεται, παράδεισο θα λάβει.
                   ΠΑΣΧΑ (ΛΑΜΠΡΗ-ΠΑΣΧΑΛΙΑ). Η κορύφωση του ανοιξιάτικου, αναγεννητικού, λατρευτικού κύκλου, η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
                   ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ, ΝΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ, ΑΣΠΡΟΒΔΟΜΑΔΟ, ΛΑΜΠΡΟΣΚΟΛΑ. Είναι η βδομάδα μετά το Πάσχα. Γιορτές & εκδηλώσεις (Θαύμα δρακοντοκτονίας) για τον Άγιο Γεώργιο (ιδιαίτερα αγαπητός στους αγροτοποιμένες & στους νησιώτες), πομπικές περιφορές εικόνων και το «ύψωμα των δέντρων», χαρακτηρίζουν αυτή την εβδομάδα.
                   ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                    «O Απρίλης με τα λουλούδια και ο Μάης με τα ρόδα».
                    «Ο Μάης έχει το όνομα και ο Απρίλης τα λουλούδια».
                    «Ο Απρίλης έχει την δροσιά και ο Μάης τα λουλούδια».
                    «Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σε κείνο το ζευγά που ‘χει πολλά σπαρμένα».
                    «Και τ’ Απριλιού τις δεκαχτώ, πέρδικα ψόφησε στ’ αβγό».
                    «Των καλών ναυτών οι γυναίκες, τον Απριλομά χηρεύουν».
                    «Αν ρίξει Απρίλης τρεις βροχές κι ο Μάης άλλες δύο, να δεις σταφύλια σαν παιδιά και πίτες σαν αλώνια».

                            «Αλί στα Μαρτοκλάδευτα και τ’ Απριλοσκαμένα» [δηλ. Το Μάρτη δεν πρέπει να γίνεται κλάδεμα και τον Απρίλη δεν πρέπει να σκάβουμε τη γη]
                    «Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα τότε τ’ αμπελοχώραφα χαίρονται τα καημένα».
                    «Αν βρέξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης πέντε-δέκα, να ιδείς το κοντοκρίθαρο πώς στρίβει το μουστάκι, να ιδείς και τις αρχόντισσες πώς ψιλοκρισαρίζουν, να ιδείς και την φτωχολογιά πώς ψιλοκοσκινάει».
                    «Αν κάνει ο Μάρτης τρία νερά κι ο Απρίλης άλλα δύο, να δεις του Μάρτη τα κουκιά, τ' Απρίλη τα σιταράκια, να δεις το γέρο- Κρίθαρο πώς τρέφει τη μουστάκα».
                    «Απρίλης έχει τα χάδια κι ο Μάρτης τα δαυλιά».
                    «Απρίλης φέρνει την δροσιά, φέρνει και τα λουλούδια».
                    «Απρίλης, Μάης, κοντά ειν' το θέρος».
                    «Και τ' Απριλιού ταις δεκοχτώ, πέρδικα ψόφησε στ' αυγό» [δηλ. απ' το κρύο]
                    «Ο Απρίλης ο γρίλλης, ο Μάης ο πολυψωμάς». [δηλ. το μήνα Απρίλιο οι γεωργοί έχουν λίγες αγροτικές εργασίες ενώ τον Μάιο έχουν πολλές και χρειάζονται πολλά ψωμιά για τους εργάτες]
                    «Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απρίλης άλλη μία, να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».
                    «Τον Απρίλη και το Μάη κατά τόπους τα νερά».
                    «Του Απρίλη η βροχή, κάθε σταγόνα και φλουρί».
                    «Του Απρίλη η βροχή, κάθε στάλα και φλουρί».
                    «Του Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια, και τ' Απριλιού τις δεκοχτώ, μην κάψεις τα καρούλια (του αργαλειού)».
                    «Των καλών ναυτών τα ταίρια τον Απριλομάη χηρεύουν».
                    «Ως τ’ Απριλιού τις δεκαοχτώ να’ χεις τα μάτια σου ανοιχτά. Περάσανε οι δεκαοχτώ, άραξε πάνω σ’ ένα αυγό» [δηλ. Οι γεωργοί ανησυχούν για τον καιρό μέχρι τις 18 Απριλίου]

ΜΑΪΟΣ

  Πιστεύεται ότι πήρε το όνομά του από την μητέρα του Ερμή, τη Μαία. Απεικονίζεται με ένα νέο άνδρα που φέρει στο κεφάλι καλάθι γεμάτο λουλούδια. Ο λαός μας, συσχετίζοντας παρετυμολογικά το όνομα του Μαΐου με τα μάγια, τον θεωρεί μαγεμένο μήνα. Ο μήνας των λουλουδιών και της βλάστησης. Οι Αγραφιώτες τον ονομάζουν «χαλαζά» και οι Τήνιοι «βροχάρη». Οι Θρακιώτες ονομάζουν τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο «Τριαντάφυλλα», γιατί το κυριότερο από τα λουλούδια του Μάη είναι το τριαντάφυλλο. ΣτηΜακεδονία ονομάζεται «Κερασάρης»,  στον Πόντο «Καλομήνας», στην Κύπρο «Πεντεφάς ή Πενταδείλινος», γιατί εξαιτίας του μεγάλου  μήκους των ημερών του, αναγκάζονται να τρώνε 5 φορές την ημέρα. Επίσης Πράσινος και Λούλουδος.
             
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
             Θερίζουν τα σανά, τη σίκαλη, τη βρώμη & το κριθάρι.
             Σπέρνουν μπαμπάκι, καλαμπόκι.
             Μεταφυτεύουν τα καπνά.
             Φυτεύουν λαχανικά.
             Κάνουν τα τελευταία «μπόλια» (=εμβολιασμούς).
             Παρασκευή τυριού.
             Κούρεμα προβάτων & γιδιών.
             ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
Τον Μάη απέφευγαν να κάνουν γάμους και σημαντικές εργασίες.
             ΚΟΥΚΚΟΥΜΑΣ (Σύμη, 2/5). Στα πολύ παλιά χρόνια ο κουκκουμάς γινόταν σ' όλες τις γειτονιές, για να δουν οι κοπέλες (οι κόρες όπως τις αποκαλούν εκεί) αυτόν που θα παντρευτούν. Αποβραδίς (1/5), μια κοπελιά, που ζούσαν οι γονείς της έπαιρνε το «αμίλητο νερό» από 7 σπίτια, σ’ έναδοχείο, που λεγόταν κουκκουμάρι, (απαραίτητο ήταν και στα 7 σπίτια, τη νοικοκυρά να την έλεγαν Ειρήνη). Έριχναν ύστερα όλες οι κοπέλες, στο κουκκουμάρι με το «αμίλητο νερό», τα δαχτυλίδια τους, το σκέπαζαν με κόκκινο πανί, το έδεναν με κόκκινη κορδέλα, έβαζαν από πάνω ένα κλειδί και έβγαζαν το κουκκουμάρι στο δώμα για να το δουν τ’ άστρα.
             Την επόμενη, 2/5, μετά τη θεία λειτουργία, οι κοπελιές ετοίμαζαν φαγητά (συνήθως γιαπράκια, ντολμάδες δηλαδή) και γλυκά, καθώς και μια πίτα, με μπόλικο αλάτι και «αμίλητο νερό». Την πίτα την ετοίμαζαν ανάποδα. Με τα χέρια δηλ. πίσω θα κοσκίνιζαν το αλεύρι, θα ζύμωναν, θα φούρνιζαν και θα ξεφούρνιζαν την πίτα.
             Μετά το φαγητό έβαζαν στη μέση ένα μεγάλο ταψί και μέσα σ’ αυτό το κουκκουμάρι, αφού το ξεσκέπαζαν και του έβαζαν βασιλικό και άλλα μυρωδικά φυτά, έπαιρναν όλες θέση γύρω του κι άρχιζαν να τραγουδούν σε επίσημη βυζαντινή μελωδία, χτυπώντας τα χέρια τους στο σινί: 
                    Να βγάλουμε τον κουκκουμά, να ‘βγει η χαριτωμένη
                    να ‘βγει της Παναγιάς ο γιος και της κυράς η κόρη.
                                Να βγάλουμε τον κουκκουμά.
               Στη μια του Μα, στις δυο του Μα, τον κουκκουμά να βγάλω
                      κι αν είναι καλορίζικος, τον αγαπώ θα πάρω.
                       Αϊ Θανάση αφέντη μου έβγα απ’ το θρανί σου
                     να δεις χαρές που γίνονται έξω απ’ το πλατύ σου. 
                                Να βγάλουμε τον κουκκουμά.
                      Γύρω τριγύρω στο σινί, πέρδικες πλουμισμένες
                     και του καιρού χαρούμενες και καλοπαντρεμένες…
              Το τραγούδι συναρπαστικό, κρατούσε πολλή ώρα. Έπειτα έβγαζαν το βασιλικό κι ένα ανήλικο κορίτσι, με τους γονείς της ζωντανούς, έπαιρνε ένα-ένα τα δαχτυλίδια από το κουκκουμάρι, λέγοντας ταυτόχρονα ένα ανδρικό όνομα.
Στη συνέχεια έτρωγαν την αλμυρή πίτα κι άρχιζαν το χορό, με συνοδεία λύρας και λαγούτου.
                        Κορίτσια τραγουδήστε και ρίξτε ένα γρόσι
                      να κάνουμε του λυριστή μαλαματένια στρώση…
               Το βράδυ οι κοπελιές, μετά τον πολύ χορό και την αλμυρή πίτα, ήταν σίγουρο ότι θα δίψαγαν. Θα έβλεπαν στον ύπνο τους ότι πήγαν σε κάποιο σπίτι να πιουν νερό. Αν το σπίτι, που στ’ όνειρό της έβλεπε η κάθε κοπελιά, πως πήγε να πιει νερό, έχει γιο ανύπαντρο, με το όνομα που της φώναξαν, βγάζοντας το δαχτυλίσι της από το κουκκουμάρι, θεωρείτο «σίγουρο» πως αυτόν θα έπαιρνε για άντρα της. 
               ΤΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΑ. Πολυσυζητημένο έθιμο, που τελείται με μεγάλη δημοσιότητα, κατά το τριήμερο 21-23 Μάη, προς τιμήν των αγίων Κων/νου & Ελένης. Αποτελούν μία από τις πιο χαρακτηριστικές και ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις της λαϊκής λατρείας με μορφή δρώμενου. Παλαιότερα γινόταν σε μικρή περιοχή της επαρχίας Σωζοαγαθουπόλεως της Β.Α. Θράκης. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, βάσει της συνθήκης της Λοζάννης, το έθιμο μεταφυτεύθηκε και ρίζωσε στη Μακεδονία. Στο τελετουργικό μέρος τους περιλαμβάνονται εκστατικοί χοροί, πομπικές περιφορές εικονισμάτων, αρχαιότροπη θυσία ζώου, χρήση αγιάσματος και εντυπωσιακή πυροβασία (περπάτημα πάνω σε αναμμένα κάρβουνα) των τελεστών Αναστενάρηδων, από την οποία κυρίως  είναι γνωστό το δρώμενο. Τα όργανα, λύρα και νταούλι, παίζουν σ’ όλες τις φάσεις της τελετουργίας, στη διάρκεια της οποίας ακούγονται και ειδικά τραγούδια.
               Ένα από τα γνωστότερα έθιμα του Ν. Σερρών, που έγινε αντικείμενο έρευνας και μελέτης, τόσο των ελλήνων, όσο και των ξένων ερευνητών.
Τα αναστενάρια, μεταφυτευμένα από τους πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης στη Βόρεια Ελλάδα, τελούνται σε τέσσερα σημεία της χώρας αυτής, όπου είναι εγκατεστημένοι οι αναστενάρηδες. Τα μέρη αυτά είναι ο Λαγκαδάς, η Μελίκη Βέροιας, η Μαυρολεύκη  Δράμας και η Αγία Ελένη Σερρών.  
               Το έθιμο αυτό έχει την αρχή του στην αρχαιότητα, που οπωσδήποτε αποτελεί συνέχεια λατρευτικών τελετών, προς τιμή του θεού Διόνυσου. Αυτό προκύπτει από την ομοιότητα των εθίμων που γινόταν τότε, αλλά και εξακολουθούν να γίνονται και τώρα, όπως η θυσία του ταύρου, η χρησιμοποίηση του ιαματικού νερού, των αγιασμάτων, ο χορός, τα όργανα, η φωτιά.  
               Οι αναστενάρηδες, έχουν ως ανώτατο αρχηγό τους το "αναστενάρικο εικόνισμα του Αγίου" και ανώτατο ιεράρχη τους, τον Αρχιαναστενάρη. 
               Οι εικόνες που κουβαλούν οι αναστενάρηδες μαζί τους, είναι οι λεγόμενες "χάρες" και παριστάνουν το ιερό ζεύγος των Αγίων και οι οποίες τους δίνουν την ικανότητα να βαδίζουν στη φωτιά.  
               Παρατηρώντας τον χορό των αναστενάρηδων, σ’ όλη τη διάρκεια του εθίμου, έκρινα σωστό να ταξινομηθεί σε τρεις φάσεις: α) πριν την πυροβασία β) κατά το ξεκίνημα και γ) κατά την επιστροφή από την πυροβασία. 
               α) ο χορός πριν την πυροβασία. 
               Ο χορός αρχίζει μέσα στο κονάκι, (δηλ. τα σπίτια των αρχιαναστενάρηδων, όπου φυλάσσονται οι εικόνες των Αγίων), όπου τελείται η αγρυπνία και γενικώς η προετοιμασία των μυστών για την οιστροπληξία.  Αυτή κορυφώνεται στις 21 Μαΐου και παρέχει τη δυνατότητα της πυροβασίας, καθώς επίσης, εξασφαλίζει στους πιστούς την ακαΐα. Ο χορός αρχίζει συγκεκριμένα, από τότε που οι "χάρες" εγκαλούν τον αναστενάρη.  Όταν λένε ότι "η εικόνα εγκαλεί τον καθαρό άνθρωπο", εννοούν ότι ο προσκαλεσμένος αισθάνεται μέσα του την ανάγκη να χορέψει αδίστακτα και αφοσιωμένα, μαζί με τις "χάρες".  
               Αφού, λοιπόν, συμβούν όλα αυτά, οι αναστενάρηδες αρχίζουν τον χορό. Κάνουν βήματα μπροστά (τροχαίους και ιάμβους) και γυρίζουν όμοια πίσω, χτυπώντας τα πόδια ρυθμικά, πότε ελαφρά, πότε βαριά, υψώνουν τα χέρια δεκτικά, τα συμπλέκουν πάνω από το κεφάλι, τα φέρνουν πλάγια, σκύβουν γυρτά προς το ένα μέρος. 
               Τέλος, κάποτε, παύει ο χορός. Τότε, σταυροκοπιούνται, κάνουν μετάνοιες, θυμιατίζουν και αποσύρονται σε μία γωνιά σιωπηλοί.  
               Τα όργανα παίζουν όλη αυτή την ώρα της αγωνίας τους και οι παρόντες τραγουδούν. 
               Στα αναστενάρια, οι οργανοπαίκτες είναι η μεγάλη δύναμη, που οδηγεί τους χορευτές στο ρυθμό και τους συγκλονίζει και τους οιστρηλατεί.  Κι αυτοί οι ίδιοι είναι μυημένοι, παίζουν τα όργανα τους με πάθος, συγκλονίζονται οι ίδιοι, συμπάσχουν, σκύβουν, υψώνουν το κεφάλι με τα μάτια ψηλά, καμπουριάζουν και με τα πόδια κρατούν το ρυθμό, χωρίς κανένα παραπάτημα. 
               Τα όργανα τους είναι η γκάιντα, η λύρα, το νταούλι και το καβάλι, που σήμερα δεν υπάρχει.  
               β) ο χορός κατά το ξεκίνημα και την πυροβασία 
               Η πομπή ξεκινά από το κονάκι. Έξω, στον αυλόγυρο του κονακιού, σχηματίζεται ο κυκλικός χορός.Ενώ τα όργανα παίζουν και το βήμα ρυθμίζεται από την έρρυθμη μουσική, βγαίνουν χορεύοντας οι αναστενάρηδες, προηγουμένου του αρχιαναστενάρη, κατευθυνόμενοι από το κονάκι προς το αλάνι. Εκεί τα όργανα παίρνουν θέση γύρω από τη φωτιά. 
               Αφού οι αναστενάρηδες χορεύοντας καλύψουν τρεις γύρους γύρω από τη θρακιά, ξεκινούν την πυροβασία. Ο χορός κατά την πυροβασία είναι σε ρυθμό 2/4 και οργιώδης, χαρακτηριζόμενος από πολλά γρήγορα πηδήματα, με μικρά βήματα και περιστροφές. Ο χορός τους διαρκεί γύρω στις δύο με τρεις ώρες, ώσπου δηλαδή, να σβήσουν τη φωτιά. 
               γ) ο χορός κατά την επιστροφή από την πυροβασία 
               Η επιστροφή γίνεται και πάλι πομπική. Οι αναστενάρηδες χορεύουν, έως ότου όλη η πομπή φθάσει στο κονάκι. Μετά την εναπόθεση των εικόνων στο εικονοστάσιο, ξαναρχίζει ο χορός, όταν οι αναστενάρηδες με όλη τους την ψυχή, εκτελούν τον προτελευταίο του χορό. 
               Τέλος, ο αρχιαναστενάρης μαζί με τα όργανα, βγαίνει χωρίς τις εικόνες στον αυλόγυρο. Εκεί στήνεται ο ύστατος χορός. Τα όργανα και ο ρυθμός ανάβουν. Στον κυκλικό αυτό χορό προηγείται ο αρχιαναστενάρης και ακολουθεί ο μεγάλος κύκλος του λαϊκού χορού, που πηδούν ρυθμικά. Συμπληρώνοντας τους τρεις γύρους, ο αρχιαναστενάρης λύνει τον κύκλο και κάνει την απόλυση.
               Θεωρώντας την πλήρη περιγραφή της διεξαγωγής της τελετής, όπως αυτή παρουσιάζεται ανά τον κόσμο, μη άμεσου ενδιαφέροντος, θα αρκεσθούμε να καταγράψουμε αυτήν, όπως διεξάγεται στον ελλαδικό χώρο. 
               Η προετοιμασία, λοιπόν, αρχίζει από τις 27 Οκτωβρίου, όταν αρχίζουν να μαζεύουν ταχρήματα "δι' αγερμών", ποσό με εράνους δηλαδή, για να αγορασθεί το ζώο, που θα θυσιαστεί την 21η Μαΐου. Η 27η Οκτωβρίου στην αρχαιότητα, ήταν "των μυστηρίων ημέρα πρώτη". Την 18η Ιανουαρίου αγοράζεται το λεγόμενο ¨μπικάδι" ή "μπουγά" ή "κουρμπάνι", δηλαδή το ζώο για τη σφαγή. Το ζώο, ακολουθώντας την παράδοση, πρέπει να είναι ενός, τριών ή πέντε χρονών, δηλαδή με μονά έτη ηλικίας και ακόμη να είναι άζευκτο. 
               Η κυρίως τελετή ξεκινά με την προετοιμασία των αναστενάρηδων, κατά την παραμονή της 21ης Μαΐου. Αναστενάρης μπορεί να γίνει οποιασδήποτε ηλικίας άτομο, αρσενικού ή θηλυκού γένους. Όλοι μαζεύονται στο "κονάκι" του αρχιαναστενάρη, όπου ακολουθείται κατά γράμμα η ίδια διαδικασία κάθε χρόνο, όπως άλλωστε και σ' όλη την τελετή. Το κονάκι έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για να υποδεχθεί τους φιλοξενούμενους, έχει στολισθεί, ενώ ιδιαίτερα έχει στολισθεί η εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης με αφιερώματα, μαντηλάκια, κορδέλες κ.α. Επίσης, τοποθετούνται σε σχήμα σταυρού μερικά κεριά. 
               Η ψυχική προπαρασκευή για τη σωστή διεξαγωγή της τελετής της απώτερης ημέρας είναι ο απώτερος σκοπός αυτής της συγκέντρωσης. Αυτό φαίνεται να επιτυγχάνεται με την αυτοσυγκέντρωση που επιχειρείται, με τους εκκλησιαστικούς ψαλμούς και ύμνους, αλλά και με τα διάφορα θυμιατίσματα από λιβάνι, το οποίο δημιουργεί μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα.  
               Ακόμη, το ασταμάτητο και εκνευριστικό - για τους αμύητους - παίξιμο του νταουλιού, της τρίχορδης θρακικής λύρας και της γκάιντας επιτείνει την προετοιμασία του οίστρου και αποτελεί το "εξοργίζον τη ψυχή μέλος, το μανίας επαγωγόν", κατά τον Αισχύλο. Ο χορός ξεκινά και συνεχίζεται μέσα στην ήδη βαριά διαμορφωμένη ατμόσφαιρα, όπως περιγράφεται παραπάνω. 
               Το πρωί της 21ης Μαΐου, μετά τον εκκλησιασμό, σφάζεται το ιερό ζώο σε ειδική τελετή και αφού τεμαχισθεί μοιράζεται στους αναστενάρηδες. Μετά τη σφαγή ακολουθεί χορός και προσκύνημα των εικόνων έξω από το κονάκι του αρχιαναστενάρη, με τη συνοδεία των οργάνων, καθώς και η πομπή, που επισκέπτεται διάφορα κονάκια. Αυτό συνεχίζεται μέχρι το μεσημέρι, οπότε ακολουθεί ξεκούραση. 
               Θα είναι γύρω στις πέντε το απόγευμα της 21ης Μαΐου, όταν ο χώρος της πυροβασίας θα αρχίσει να ετοιμάζεται. Η φωτιά ανάβει από το άγιο φως που καίει ασταμάτητα όλο το χρόνο μπροστά στα εικονίσματα των Αγίων. Μετά από μία περίπου ώρα, σχηματίζεται η δέουσα ανθρακιά διαμέτρου τριών έως τεσσάρων μέτρων και πάχους οκτώ έως δέκα εκατοστών. Από το σπίτι του αρχιαναστενάρη ξεκινά η πομπή, που αποτελείται από τους οργανοπαίκτες, παιδιά με λαμπάδες και τους αναστενάρηδες με το χορευτικό βηματισμό τους. Φθάνοντας στη φωτιά, οι αναστενάρηδες κάνουν έναν κύκλο γύρω από τη φωτιά χορεύοντας και ύστερα αρχίζουν να μπαίνουν στην ανθρακιά πατώντας αρχικά τα μικρά καρβουνάκια γύρω-γύρω, σα να θέλουν να δοκιμάσουν την ακαϊα τους. Με επικεφαλή τον αρχιαναστενάρη, υψώνουν τα εικονίσματα και διασχίζουν σταυρωτά το αλώνι με τα κάρβουνα. Κατόπιν, ο καθένας τους μάλλον αυτοσχεδιάζει, αφού δεν ακολουθείται κάποια συγκεκριμένη πορεία. Κατά τη διάρκεια της πυροβασίας, οι συμμετέχοντες αναστενάζουν λέγοντας "ιχ-ιχ, αχ-αχ, εχ-εχ, οχ-οχ" ή "άντε-άντε" ή σφυρίζοντας "σσσσσ". Τα παραπάνω υποστηρίζεται, πως αποτελούν απομεινάρι του επιφωνήματος "'Ίακχε-Βάκχε", που στην αρχαιότητα ήταν το μυστηριακό όνομα του Διόνυσου. 
              Τα γρήγορα χορευτικά βήματα πάνω στη θράκα, από τη μία όχθη ως στην άλλη, δεν είναι παραπάνω από 5-8 περίπου, κάθε φορά. Η θερμοκρασία της θράκας ανέρχεται σε 220 βαθμούς Κελσίου και φθάνει μέχρι τους 450. Παρατηρήσεις απέδειξαν πως η διάρκεια επαφής του γυμνού πέλματος κάθε φορά με τη φωτιά είναι 0,30 ως 0,50 δευτερόλεπτα.  
              Παρ' όλα αυτά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του γιατρού Ε. Ευαγγελίου, στις 21 Ιουλίου 1963, ομάδα νεαρών προέβησαν σε πυροβασία, χωρίς να ακολουθήσουν την καθιερωμένη τελετουργική διαδικασία και χωρίς να υπάρχουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τελετής (θυσία ζώου, μουσική, τραγούδια, χορός, έκσταση κ.λ.π.
              
«ΠΙΠΕΡΟΥΓΓΑ» (Θράκης): Άλλη μια πολιτιστικοθρεσκευτική εκδήλωση. Αυτή γινόταν την άνοιξη, Μάιο με Ιούνιο. Όχι, βέβαια, κάθε χρόνο. Είχε την ιδιαιτερότητα, να γίνεται στα χρόνια της λειψυδρίας και πάντα την άνοιξη. Με την ανομβρία τα σπαρτά δεν αναπτυσσόταν, κιτρίνιζαν. Το αποτέλεσμα σε αυτές τις περιπτώσεις: δε θέριζαν. Και αν θέριζαν, η παραγωγή ήταν πάρα πολύ μειωμένη. Σαν αποτέλεσμα, βέβαιος λιμός. Κάτω, λοιπόν, από αυτήν την απειλή προέβηκαν σε ενέργειες, όπως οι λιτανείες  με παπάδες στα μοναστήρια τους, θεωρούμενα δικά τους. 
              Μαζευόταν όλοι χωριανοί την ημέρα που οριζόταν. Πάντα Κυριακή γινόταν λειτουργία. Έσφαζαν ζώα, λεγόμενη θυσία προς το Θεό να βρέξει. Χορός, τραγούδια κτλ. Εάν μετά τη λιτανεία και σε διάστημα μιας εβδομάδας τυχόν έβρεχε, ήταν, βέβαια, χάρη στη λιτανεία προς το Θεό τους. Λυπήθηκε και έβρεξε. Στην αντίθετη περίπτωση δεν έβρεχε. 
             Τότε εκφραζόταν διαφορετικά, λέγοντας ότι ο κόσμος έχει αμαρτάνει τόσο που ούτε ο θεός δεν μπορεί να τους συγχωρέσει. Και γι' αυτό δε βρέχει. Και αποδίδουν την ευθύνη στον εαυτό τους. Τότε, ο τελευταίος τρόπος ήταν να κάνουν Πιπερούγγα. Ήταν και αυτή δέηση προς το Θεό. Την προσεχή Κυριακή οριζόταν. Η πρωτοβουλία σε αυτήν την πράξη άνηκε εκατό τοις εκατό στις γυναίκες. Καμιά συμμετοχή από άνδρες. Την ημέρα που οριζόταν να γίνει η Πιπερούγγα, έβγαιναν έξω από το χωριό. Μάζευαν αγριολούλουδα, ειδικά αυτά που φύτρωναν μέσα στα τσαλιά, λεγόμενες κοκομίξεις. Έχουν φύλλα στενόμακρα και τον ανθό τους τον βγάζουν στη μέση, μια υψηλή φούντα. Κουκομίξεις έχουν το ιδίωμα να κρατούν το νερό. 
             Στην πιπερούγγα το ρόλο τον παίζει ένα κοριτσάκι, έως δέκα χρονών το πολύ, και αποκλειστικά να είναι ορφανό από μάνα και πατέρα, να έχουν πεθάνει. Το κοριτσάκι αυτό το ντύνανε, όλο το σώμα του, με φύλλα κοκομίξας, διότι έχει το ιδίωμα να αποβάλλει το νερό. Τα φύλλα της κοκομίξας εφαρμοζόταν με τέτοιον τρόπο επάνω στο σώμα του μικρού κοριτσιού, πάντα σαν σωστή φορεσιά. 
Περνούσαν ένα - ένα φύλλο σε γερή κλωστή, σε αρμάθες, όπως περνούν τον καπνό. Κάθε αρμάθακανονιζόταν ίσια που να φέρει έναν κύκλο το σώμα του κοριτσιού. Αρχινούσε το ντύσιμο από το λαιμό κυκλικά και έφτανε έως το γόνατο. Και στο κεφάλι του πάλι με το ίδιο υλικό γινόταν μαντίλα. Όταν ολοκληρωνόταν το ντύσιμο, το κοριτσάκι φάνταζε σαν Σαρακατσάνα από τα νύχια έως την κορυφή. 
             Αφού τελειώνει το λεγόμενο ντύσιμο, η συμμετοχή ήταν μεγάλη, σχεδόν από όλες τις γυναίκες του χωριού. Και προτού ξεκινήσουν το παίξιμο σπίτι - σπίτι, γινόταν η απαιτούμενη πρόβα με τη διαπίστωση εάν όλα έχον γίνει σωστά. 
             Μεγαλύτερη προσοχή δίνανε στις κινήσεις του κοριτσιού, αφού αυτό είναι πρωταγωνιστής του θιάσου. Άρχιζαν να τραγουδούν τους εξής στίχους, όπως: 
"Πιπερούγγα περπατεί για να βρέξει μια βροχή. Για τα στάρια, για τα κθάρια, για του Θεού το μπερεκέτι".
             Αυτός ήταν ο μοναδικός στίχος και επαναλαμβανόταν συνέχεια. Αυτό συνεχιζόταν και στην πορεία, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι. Η κίνηση της Πιπερούγγας περιοριζόταν στη μοναδική κίνηση με το στίχο. 
             Περνούσε γύρω - γύρω, χωρίς βήματα και στη θέση θυμιατών. Και όπως γύριζε με το ρυθμό του, με το προσωπάκι του αντίκριζε τους πάντες, με τα ορθάνοιχτα πονεμένα ματάκια του σαν να θέλει να αντικρίσει τη μανούλα του που έχει πεθάνει. Το κοριτσάκι αυτό είναι τη στιγμή τόσο επιφορτισμένο με τα συναισθήματα της ορφάνιας, που από την αρχή του παιξίματος συνέχεια τα δάκρυα από τα ματάκια του τρέχουν. 
             Δε φτάνουν όλα αυτά στο κοριτσάκι και κατά τη διάρκεια του παιξίματος η κάθε νοικοκυρά ρίχνει νερό επάνω στο σώμα του, λέγοντας: "Βρέξι, θεέ μου, βρέξι". Η νοοτροπία ήταν, όσο πιο πολύ νερό ρίξει στο σώμα του κοριτσιού, τόσο πολύ θα βρέξει και ο Θεός, έχοντας την αυταπάτη ότι το κοριτσάκι δε βρέχεται, το προστατεύουν οι κοκομίξεις (για αδιάβροχα δε μιλάμε, για την εποχή είναι άγνωστα). Πάντως, το νερό περνούσε όλο στο σώμα του κοριτσιού.  Ψυχή και σώμα βρεγμένα. 
             Σκέψη να γίνει Πιπερούγγα κοριτσάκι να έχει γονείς και να ζει φυσιολογική ζωή δε γίνεται. Με το σκεπτικό, ότι δε θα το λυπηθεί ο Θεός να βρέξει. 
             Σε αυτήν την περίπτωση για πληρωμή δε δίνουν σιτάρι. Δίνουν αλεύρι, λάδι, τυρί και αυγά. Αφού τελειώσουν, όλο το χωριό, πηγαίνουν σε σπίτι, βάζουν στεγνά ρούχα στην Πιπερούγγα και με τα υλικά που έχουν μαζέψει έφτιαχναν πίτες και τις έψηναν σε ένα φούρνο. Μαζεύονται όλες οι γυναίκες, τραγουδούν τραγούδια της Άνοιξης, οπότε τερματίζεται και αυτή η δέηση προς το θεό για βροχή. 
             ΚΟΥΚΛΑ ΤΟΥ «ΖΑΦΕΙΡΗ» 
             
«ΖΑΦΕΙΡΗΣ» (Ζαγόρι Ηπείρου). Ένα παιχνίδι που βρισκόταν στο μεταίχμιο με τη μαγεία. Το έπαιζαν τα κορίτσια την Πρωτομαγιά, αλλά κι όλες τις Κυριακές του Μάη. Ένα παιδί προσποιούταν ότι πέθανε και τότε τα κορίτσια το στόλιζαν με άνθη και πράσινα κλαδιά, μοιρολογώντας το. Ξαφνικά όμως ο «Ζαφείρης» σηκωνόταν και το παιχνίδι συνεχιζόταν πάνω στα καταπράσινα χωράφια. Τον «Ζαφείρη» τον παριστούσαν επίσης με μια κούκλα, ένα σταυρόσχημο ξύλινο σκελετό, ντυμένο με πολύχρωμα ρούχα. Πίστευαν ότι μ’ αυτό το παιχνίδι «πρόκοβαν τα χωράφια». 
             
«ΦΟΥΣΚΟΔΕΝΤΡΙ» (Καστανιά Στυμφαλίας). Όμοιο παιχνίδι με τον «Ζαφείρη». 
             «ΟΙ ΜΑΗΔΕΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ» (Μακρυνίτσα). Δρώμενο, κατά το οποίο περιφέρουν έναν νέο, το Μαγιόπουλο, στολισμένο με λουλούδια και φύλλα, συνοδευόμενο από προσωπιδοφόρους, στους δρόμους των χωριών και κάνουν αναπαράσταση γάμου, θανάτου του γαμπρού και ανάστασής του, με μαγιάτικα τραγούδια. 
             «ΟΙ ΚΟΥΝΙΕΣ» (Νάξος). Τα παλαιότερα χρόνια συνηθιζόταν σε κάποιες γιορτές της Άνοιξης και κυρίως της Λαμπρής. Πρόκειται για ένα ψυχαγωγικό παιχνίδι και αγώνισμα μαζί, το οποίο τελούνταν όμως με τελετουργικό τρόπο και είχε μαγικό χαρακτήρα.
             Κατά κανόνα οι κούνιες γίνονταν στην εξοχή, αλλά και μέσα στο χωριό. Από τα ψηλά χοντρόκλαρα των δέντρων, κρεμούσαν σκοινιά και συνήθως κάθονταν πάνω τους -με μαξιλάρι ή σανίδα- κοπέλες. Τα παλικάρια τις πλησίαζαν και τις κουνούσαν, λέγοντάς τους δίστιχα, έμμεση εκδήλωση της αγάπης τους, που εκείνες δεν ντρέπονταν να ανταποδώσουν.
             Οι κούνιες, η τελετουργική αιώρηση στο πλαίσιο αγροτικών γιορτών, είναι συνήθεια διαδεδομένη σε πολλούς πολιτισμούς από αρχαιότατους χρόνους. Γνωστή μας είναι η «Αιώρα» των κοριτσιών κατά τα αθηναϊκά Ανθεστήρια στις αρχές της άνοιξης. Ο λαός μας πιστεύει ότι με την τέλεση του εθίμου αυτού θα εξασφαλίσει την υγεία, την ευκαρπία και την ευφορία. Το δέντρο σύγκορμο θα κουνήσει τη γη κι εκείνη θα ακούσει και θα δώσει στον λικνιζόμενο ό,τι ζητήσει… Ίσως ακόμα και με το λίκνισμα της κούνιας θα προκληθούν και ευεργετικοί για τη γεωργία άνεμοι…
             Εκτός όμως από το μαγικοθρησκευτικό περιεχόμενο, οι κούνιες έδιναν μια από τις σπάνιες ευκαιρίες στις κοπέλες και τα παλικάρια του χωριού να ιδωθούν από κοντά, να κάνουν τις γαμήλιες επιλογές τους, να εκφράσουν αμοιβαία, μέσα από τα τραγούδια, τις προτιμήσεις και τα αισθήματά τους.  
             
ΓΙΟΡΤΕΣ:
             ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ (1/5). Γιορταστική απεργία των εργαζομένων. Η Πρωτομαγιά ως ημέρα εργατικών εορτασμών καθιερώθηκε στις Η.Π.Α. Την 1η Μαΐου του 1886, 400.000 εργαζόμενοι σε διάφορες πόλεις, συγκεντρώθηκαν ζητώντας την επιβολή οκτάωρου. Στα ναυπηγεία της ΣΥΡΟΥ το 1879 έγιναν απεργίες για το οκτάωρο. Ακολούθησε η απεργία στην Αθήνα και τον Πειραιά το 1882. Την επόμενη χρονιά έγινε η απεργία των μεταλλωρύχων στο Λαύριο.
             Βιώνεται σαν οριστική νίκη της φύσης, στον αγώνα της για νέα καρποφορία. Την ημέρα αυτή συνηθίζεται να πλέκουν στεφάνια, με λουλούδια, στάχυα και ένα σκόρδο ή ένα αγκάθι για τον βάσκανο οφθαλμό, τους ΜΑΗΔΕΣ, για την ευφορία της γης.
             Τα κρεμούν πάνω από τις εξώπορτες ή στους εξώστες των σπιτιών μέχρι τις 24 Ιουνίου, το θερινό ηλιοστάσιο, οπότε κατά το έθιμο, τουλάχιστο παλαιότερα, τα έκαιγαν στις φωτιές του Αϊ-Γιάννη.
             
ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (11/5). Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους.
             
ΚΩΝ/ΝΟΥ & ΕΛΕΝΗΣ (21/5).
             
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
             «Στον καταραμένο τόπο (στων αμαρτωλών τη χώρα), Μάη μήνα βρέχει».
             «Ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλι & τον Αύγουστο σταφύλι».
             «Μάης άβροχος, τρυγητής άμετρος».
             «Μην βγάλεις μήτε μπάλωμα, πριν βγει ο Μάιος μήνας».
             «Απρίλης Μάης κουκιά μεστωμένα (ή μετρημένα)»
             «Θε μου, δος μου την υγειά μου κι ας φορώ το Μάη γούνα»
             «Τώρα είν’ ο Μάης κι Άνοιξη, τώρα είναι καλοκαίρι»
             «Μάης φτιάχνει τα σπαρτά κι ο Μάης τα χαλάει»
             «Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα τότε τ' αμπελοχώραφα χαίρονται τα καημένα».
             «Απρίλης, Μάης, κοντά ειν’ το θέρος».
             «Ένας κούκος (ή χελιδόνι) δε φέρνει την άνοιξη».
             «Ήρθεν ο Μας (Μάης);Των γυναικών ταμνάς» [δηλ. από τις πολλές δουλειές]
             «Κάθου, γέρο, λίμενε (περίμενε) να φας το Μάη χορτάρι».
             «Καλός ο ήλιος του Μαγιού, τ’ Αυγούστου το φεγγάρι».
             «Μάης άβρεχτος, χρόνια ευτυχισμένα».
             «Μάης άβροχος, τρυγητός χαρούμενος».
             «Μάης πενταδείληνος και πάντα δείλι θέλει».
             «Μην πάρεις το Μάη άλογο, μήτε γυναίκα τη Λαμπρή» [δηλ. το Μάιο τα άλογα φαίνονται πιο γερά γιατί τρώνε περισσότερο κι έτσι ο αγοραστής μπορεί να ξεγελαστεί- επίσης οι γυναίκες τη Λαμπρή στολίζονται με τα καλά τους ρούχα και μπορεί κανείς να νομίσει ότι κάποια είναι όμορφη μόνο και μόνο επειδή είναι καλοντυμένη]
             «Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό».
             «Ο Απρίλης έχει τ' όνομα κι ο Μάης τα λουλούδια».
             «Ο Απρίλης με τα λούλουδα κι ο Μάης με τα ρόδα».
             «Ο Απρίλης ο γρίλλης, ο Μάης ο πολυψωμάς» [δηλ. το μήνα Απρίλιο οι γεωργοί έχουν λίγες αγροτικές εργασίες ενώ τον Μάιο έχουν πολλές και χρειάζονται πολλά ψωμιά για τους εργάτες]
             «Ο Αύγουστος πουλά κρασί κι Ο Μάης πουλά σιτάρι» [δηλ. μπορείς από πριν να κρίνεις τη σοδειά και να καθορίσεις την τιμή]
             «Ο γάμος ο μαγιάτικος πολλά κακά αποδίδει».
             «Ο Μάης ρίχνει την δροσιά κι ο Απρίλης τα λουλούδια».
             «Ο Μάης φτιάχνει τα σπαρτά κι ο Μάης τα χαλάει».
             «Οντά ’πρεπε δεν έβρεχε κι ο Μάης χαλαζώνει».
             «Όποιος φιλάει τον Αύγουστο, τον Μάη θερίζει μόνος».
             «Οπού σπείρει ή δε σπείρει, το Μάη μετανοεί» [δηλ. τότε κάποιος καταλαβαίνει αν έκανε καλά που καλλιέργησε τη γη ή όχι]
             «Όταν πρέπει δε βροντά και το Μάη δροσολογά».
             «Σαν έπρεπε δεν έβρεχε, το Μάη εχαμοβρόντα».
             «Στο κακορίζικο χωριό το Μάη ρίχνει το νερό».
             «Το Μάη βάζε εργάτες κι ας είναι κι ακαμάτες» [δηλ. όσο κι αν τεμπελιάζουν, Θα κάνουν δουλειά γιατί είναι οι μέρες μεγάλες]
             «Το Μάη εγεννήθηκα και μάγια δε φοβούμαι» [πρόληψη που συνδέει την ονομασία του Μαΐου με τη λέξη μάγια-έλεγαν ότι όσοι είναι γεννημένοι το Μάη δε παθαίνουν τίποτα από μάγια]
             «Το Μάη με πουκάμισο, τον Αύγουστο με κάπα».
             «Τον Απρίλη και το Μάη κατά τόπους τα νερά».
             «Τον Μάη κρασί μην πίνετε κι ύπνο μην αγαπάτε».
             «Του καλού γεμιτζή (ναύτη) η γυναίκα το Μάη χήρεψε» [δηλ. στη θάλασσα τον Μάιο κάνει ξαφνικές και μεγάλες φουρτούνες]
             «Των καλών ναυτών τα ταίρια τον Απριλομά χηρεύουν».
             «Τώρα μάγια, τώρα δροσιά, τώρα το καλοκαίρι».

ΙΟΥΝΙΟΣ

 Ο τέταρτος μήνας του αρχαίου ρωμαϊκού ημερολόγιου με 29 ημέρες. Σήμερα είναι ο 6οςμήνας του χρόνου και έχει 30 ημέρες. Κατά μια άποψη πήρε το όνομά του από τη ρωμαϊκή θεά Γιούνο που ήταν αντίστοιχη με την ελληνική Ήρα, στην οποία ήταν αφιερωμένος. Κατά μια άλλη άποψη το όνομα του οφείλεται στον πρώτο ύπατο της Ρώμης Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο. Στις 21 Ιουνίου έχουμε το  θερινό ηλιοστάσιο. Ο Ιούνιος  αντιστοιχεί με το τέλος του αρχαίου ελληνικού μήνα Θαργηλίωνα και με τις αρχές  του Σκιροφορίωνα. Είναι ο μήνας του θερισμού και πολλών άλλων γεωργικών εργασιών. Έχει πολλές ονομασίες, από τις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι «θεριστής» που προέρχεται από τον θερισμό των σιτηρών. Επίσης Πρωτόλης ή Πρωτογιούλης, δηλ. πρώτος μήνας και αρχή του καλοκαιριού, Αλυθτσατσής (Κάλυμνος), Ρινιαστής (Πάρος), Ορνιαστής (Άνδρος), Λιοτρόπης, Κερασάρης (Γρεβενά) & Κερασινός (Πόντος), γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια.
               
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
               Θερίζουν σιτάρια, κριθάρια, όσπρια, σανά.
               Ποτίζουν & σκαλίζουν τα χωράφια.
               Φυτεύονται σπανάκια, φασόλια, κουνουπίδια. 
               «Χαρακώνουν» τ’ αμπέλια. Καταπολεμούν τις ασθένειες τους.
               Μάζεμα ντομάτας, μελιτζάνας, πιπεριάς, κολοκυθιάς.
               Μεταφορά κυψελών στο θυμάρι.
               Απογαλακτισμός των ζώων, που είναι 3 μηνών.
               Πρώιμο ζευγάρωμα προβάτων. 
               ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
               ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΜΟΥ: Στο Δρυμό θεσ/κης & αλλού, το πρώτο δεμάτι σταχυών που δένουν, το στήνουν όρθιο και το προσκυνούν, ενώ ο νοικοκύρης ρίχνει νομίσματα. 
               Στη Σκύρο σαν αποθερίσουν, αφήνουν δύο λημάρια αποθέρι στο χωράφι άθερα, για χαρά του χωραφιού και για να φάνε τα πουλιά και τα αγρίμια. 
               Στο Μανιάκι Πυλίας αφήνουν ένα κομμάτι αθέριστο και λένε ότι είναι τα γένια του νοικοκύρη, τον οποίο σηκώνουν στα χέρια ψηλά & τον αφήνουν να πατήσει στη γη, μόνο αν τάξει στους θεριστές κρασί και κότα.
               Στην Κάρπαθο χαράσσουν με το δρεπάνι ένα κύκλο, που περιλαμβάνει τα τελευταία στάχυα. Στον κύκλο μπαίνει η νεαρότερη θερίστρια, σταυροκοπιέται και πετάει επάνω το δρεπάνι της φωνάζοντας: «Και του χρόνου, καλαλωνεμένα, καλοφαωμένα, καλοπρουκισμένα!»
               ΤΟ ΤΖΙΤΖΙΡΟΚΛΙΚΟ (Νέο Σούλι Σερρών) Η λέξη είναι σύνθετη από το τζίτζιρας (= τζίτζικας) και το κλίκι (= τσουρέκι, το κικλίσκιον των Βυζαντινών). Το ζύμωναν, τον Ιούνιο με Ιούλιο, με το πρώτο αλεύρι από την καινούργια σοδειά σιταριού. Ήταν ένα μικρό καρβέλι, βάρους ενός κιλού περίπου, με μια τρύπα στη μέση, όπου έβαζαν ένα κλωνάρι βασιλικό. Το πήγαιναν στη βρύση της γειτονιάς, στο «σουλ’ ναρ», και πριν το τοποθετήσουν κάτω από τη βρύση, απ’ το «λουλά», έκοβαν βιαστικά, μικροί μεγάλοι, από ένα κομμάτι. Παράλληλα ακουγόταν και η ευχή: «όπως τρέχ’ του νιρό, να τρέχ’ κι του μπιρικέτ’ ». Ό,τι απέμενε, το άφηναν στη μια εσοχή της βρύσης, για να το φάει ο τζίτζικας το χειμώνα.
                
KΛΗΔΟΝΑΣ (24/6).  Μαντική πρακτική, πανελλήνια γνωστή. Την παραμονή της γιορτής πήγαινε ένα παιδί, που ζουν και οι δυο γονείς του, και έφερνε «αμίλητο» νερό στο σπίτι όπου είχαν συμφωνήσει να γίνει το έθιμο. Στην Κρήτη, τα κορίτσια έπαιρναν από το αμίλητο νερό του Κλήδονα και μεσημέρι το έριχναν στο πηγάδι. Η κοπέλα έστεκε στο χείλος του, κρατώντας ένα καθρέφτη με τρόπο ώστε οι ακτίνες του ήλιου να αντανακλώνται στο νερό, στην επιφάνεια του οποίου, όπως έλεγαν, σχηματιζόταν το είδωλο του μέλλοντα συζύγου τους.
                TΟ «ΣΤΙΦΑΔΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ». Η αρχή αυτού του εθίμου τοποθετείται, σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Όπως λέγεται, ένας χριστιανός, από τα ΣΠΑΤΑΑΤΤΙΚΗΣ, κατόρθωσε να αποφύγει τη σύλληψη και τη θανάτωσή του από τους Τούρκους με τη βοήθεια του Αγίου Πέτρου, γι’ αυτό κι έταξε να θυσιάσει ένα μοσχάρι στη γιορτή του. Αλλά όταν ήρθε η μέρα αυτή, μετάνιωσε για το τάμα του και θυσίασε ένα αρνί. Το ταμένο όμως ζώο ήρθε μοναχό του και ξεψύχησε μπροστά στην εκκλησία. Το γεγονός αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση και οι Σπαταναίοι άρχισαν από τότε να κάνουν θυσία κάθε χρόνο στον άγιο.
                 Σήμερα αγοράζεται με κοινή εισφορά ένας μεγάλος αριθμός από βοοειδή και με το κρέας τους παρασκευάζεται «στιφάδο». Αντιμετωπίζουν μάλιστα σαν θαύμα το γεγονός, ότι τα μάτια δεν δακρύζουν από το πολύωρο καθάρισμα τόνων κρεμμυδιών. Το πρωί μετά τη θεία λειτουργία, μοιράζεται στους πανηγυριστές, αφού βράσει όλο το βράδυ σε μεγάλα καζάνια. 
                
ΓΙΟΡΤΕΣ:
                 «Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ, ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ». Η γενέθλιος ημέρα της εκκλησίας του Χριστού. Την ίδια μέρα γίνεται μεσολογγίτικη γιορτή στη μνήμη και την ψυχανάπαυση των πεσόντων της Εξόδου, στο μοναστήρι του Αγίου Συμεών, στους πρόποδες του βουνού Ζυγός, κοντά στο Μεσολόγγι (τόπος συνάντησης των «Ελεύθερων πολιορκημένων», αν βέβαια τα είχαν καταφέρει).
                 
«Του Αϊ-Γιαννιού του Λαμπαδάρη ή Φανιστή ή Ριζικάρη ή Ριγανά» (24/6). Την ημέρα αυτή άναβαν φωτιές συνήθως σε σταυροδρόμια κατά γειτονιές, με ανταγωνιστική διάθεση, κάθε γειτονιά θέλει να ανάψει τη μεγαλύτερη φωτιά. Σ’ αυτήν έριχναν και εύφλεκτα παλιοσύνεργα του χωρικού νοικοκυριού και απαραίτητα το μαγιάτικο στεφάνι. 
                  Μικροί & μεγάλοι, πηδώντας τις φωτιές («φωτάρες»-Ίος), κάνουν και μια ευχή για καλή υγεία και απαλλαγή από το κακό. Η ευχή ήταν: «Πηδώ τον χρόνο τον παλιό και πάω στον πιο καλό».
                
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                 «Αρχές του θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή».
                 «Ο Μάης θέλει το νερό κι ο θεριστής (=Ιούνιος) το ξύδι».
                 «Όποιος έχει την κατάρα του παππού, πάει τον Μάη εργάτης κι όποιος έχει του πρωτόπαππου πάει τον Ιούνιο». 
                 «Από το θέρος ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές».
                        «Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξίδι» [δηλ. Το κρασί που μπαίνει στα βαρέλια τον Οκτώβρη, ωριμάζει το Γενάρη αλλά τον Ιούνιο έχει γίνει πια ξίδι]
                 «Θέρος, τρύγος, πόλεμος ...και στο αλώνισμα χαρές!»
                 «Θέρος, τρύγος, πόλεμος, στασιό δεν έχουν» [δηλ. Ο θερισμός, ο τρύγος και ο πόλεμος δεν επιτρέπουν ξεκούραση, μέχρι να τελειώσουν]
                 «Θέρος, τρύγος, πόλεμος, αποσταμό δεν έχουν».
                 «Μάρτης έβρεχε, θεριστής εχαίρονταν».
                 «Μάρτης έβρεχε, Θεριστής τραγούδαγε».
                 «Μη σε γελάσει ο βάτραχος και το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν' καλοκαιράκι».
                 «Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη (Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα».
                 «Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή».
                 «Τον Ιούνιο αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ρεπάνι».

ΙΟΥΛΙΟΣ

Ο έβδομος μήνας του χρόνου. Έχει 31 ημέρες. Την ονομασία του την καθιέρωσε ο Μάρκος Αντώνιος (το 44 π.Χ.), για να τιμήσει το φίλο του και μεγάλο στρατηγό των Ρωμαίων, Ιούλιο Καίσαρα, που γεννήθηκε αυτόν το μήνα και που, όπως είναι γνωστό δημιούργησε το «Ιουλιανό ημερολόγιο». Αντικατέστησε τον πέμπτο μήνα, τον Κυρινάλη. Ο ελληνικός λαός τον ονομάζει και Αλωνάρη, Αλωνιστή ή Αλωνιάτη ή Αλωνευτή, επειδή  κατά τον μήνα αυτόν γίνεται το αλώνισμα του σιταριού.
             Ακόμα τον ονομάζει Γυαλιστή ή Γυαλινό (Νάξο & Χίο), επειδή σε ορισμένες περιοχές της χώρας κατά το μήνα αυτό «γυαλίζουν», δηλ. ωριμάζουν τα σταφύλια. Επίσης αναφέρεται σαν Δευτερόλης (σαν 2ος μήνας του καλοκαιριού), Αηλιάς ή Αηλιάτης (20/7, η γιορτή του Προφήτη Ηλία) και Φουσκομηνάς ή Χασκόμηνας (Ρόδος).
            ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
             Αλωνίζουν.
             Σκαλίζουν καπνά, καλαμπόκι & πατάτες.
             Θερίζουν σιτηρά (ανάλογα την περιοχή).
             Στα καπνοχώρια ραματιάζουν, στεγνώνουν του καπνού τα φύλλα.
             Ράντισμα & θειάφισμα αμπελιών.
             Τρύγος κυψελών απ’ το θυμάρι.
             ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
             Του ΑΛΩΝΙΣΜΟΥ: Όσο διαρκεί ο αλωνισμός, «δεν κάνει να αλωνίζει ολοένα ο ίδιος αλωνιστής. Εναλλάσσεται με τη γυναίκα του και το παιδί, ενώ αυτός ξεκουράζεται στ' αμπλήκι, ένα δέντρο που υπάρχει φυτεμένο κοντά στο αλώνι γι' αυτό το σκοπό.
             Οι ξένοι που τύχαινε να περάσουν, έπρεπε να ευχηθούν μόνο: «Ώρα καλή, χίλια μόδια», ή «Χίλια μόδια, και το αγώι χώρια», κι ο αλωνιστής απαντούσε: «Να 'σαι καλά, Φχαριστούμε». 
             Μόλις μάζευαν το λειώμα ή μάλαμα (καθαρό σιτάρι) σ' ένα σωρό, νίβονταν όλοι, και ράντιζαν και το σωρό.
             «Δεν έκανε να έρθει η γυναίκα με ρόκα, γνέθοντας, στ' αλώνι», γιατί «ήταν ξωτικιά και έδιωχνε τον άνεμο, και δεν μπορούσαν να ανεμίσουν, να λιχνίσουν.                                         
              Την τελευταία ημέρα και αφού απολούσαν τα βόδια, πρόσεχαν που θα ξυθεί, το μεγαλύτερο στα χρόνια βόδι. Εάν ξυνόταν στο κεφάλι, ο χειμώνας θα ήταν «πρώιμος», στη μέση «βαρυχειμωνιά στο μέσο του χειμώνα» και αν στην ουρά, ο χειμώνας θα ήταν «όψιμος».
              Με το νέο αλεύρι έφτιαχναν πρώτα μια λειτουργιά, για να την ευλογήσει ο παπάς. Κι απ' το πρώτο ζυμάρι, παρασκεύαζαν ένα ιδιαίτερο κομμάτι, το «κλικούδ'», και το άφηναν στη βρύση του χωριού. Εκείνη που πρώτη θα πήγαινε να πάρει νερό και έβρισκε το καινούριο ψωμί, έπρεπε να το μοιράσει στις γυναίκες που θα τύχαινε να πάνε κι αυτές για νερό.    
             
ΚΟΥΡΜΠΑΝΙΑ (συνεστιάσεις & δημοτελείς θυσίες)-ΕΘΙΜΙΚΕΣ ΦΩΤΙΕΣ (20/7). Προς τιμή τουΠροφήτη Ηλία, με κύρια επιδίωξη τις ευμενείς καιρικές συνθήκες, για τη γεωργία & την κτηνοτροφία στη διάρκεια του χρόνου. 
             
ΓΙΟΡΤΕΣ:
             Του Προφήτη Ηλία (20/7). Μία από τις φλογερές μορφές της Βίβλου, έφορος της βροχής, της βροντής & των κεραυνών. Όλα τα ξωκλήσια, που είναι κτισμένα προς τιμή του, βρίσκονται στις ελληνικές βουνοκορφές, γιατί εκεί ο τόπος ήταν πάντα ιερός.
             ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ: Ο Ιούλιος έχει τα περισσότερα από τα πανηγύρια των χωριών. Πέρα από τις καθεαυτό δικές του γιορτές-πανηγύρια (των Αγ. Αναργύρων, της Αγ. Κυριακής, του Προφήτη Ηλία, της Αγ. Παρασκευής & του Αγ. Παντελεήμονα), έχει και πολλές γιορτές-πανηγύρια του χειμώνα, που έχουν μεταφερθεί προκειμένου να επιτρέψει η καλοκαιρία τη διεξαγωγή τους & βέβαια τη μεγαλύτερη προσέλευση κόσμου.
             ΤΟ «ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ» (Αγ. Παρασκευή Λέσβου). Γίνεται προς τιμή του Αγ. Χαραλάμπους. Πρόκειται για μια ταυροθυσία. Αποτελεί μια γιορτή που διαρκεί 3 ημέρες. Για πρακτικούς λόγους, επειδή δεν είναι εύκολη η μετάβαση στο ξωκλήσι του αγίου την ημέρα της γιορτής του (10/2), το πανηγύρι γινόταν αρχικά την πασχαλινή περίοδο («πριν φύγει το Χριστός Ανέστη»), ή τέλη της ανοιξιάτικης περιόδου, στη συνέχεια μεταφέρθηκε τους καλοκαιρινούς μήνες, Ιούνιο ή Ιούλιο. Καθοριστικό ρόλο έπαιζε η άφιξη κάθε χρόνο των ξενιτεμένων Αγιοπαρασκευιωτών, κυρίως από την Αυστραλία, αφού συνήθως ένας απ’ αυτούς έκανε την καθόλου ευκαταφρόνητη χορηγία για την αγορά του ταύρου, εκτελώντας έτσι κάποιο τάμα του.
             Το πρωί της Παρασκευής οδηγούν τον ταύρο, που πρέπει να είναι εκλεκτός (3ετής, ανευνούχιστος & να μην έχει μπει σε ζυγό) μπροστά στο σπίτι του χορηγού. Εκεί υπό τους ήχους μουσικής στολίζουν τον ταύρο. Του κρεμούν στο λαιμό άνθη & στεφάνι και βάφουν τα κέρατά του με χρυσόσκονη. Μικρή επιγραφή στο μέτωπό του δείχνει το όνομα του δωρητή. Στη συνέχεια με μουσική, με λάβαρα, με σημαία & με την εικόνα του αγίου μπροστά, αρχίζει η περιφορά του ταύρου σε όλο το χωριό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας το ζώο μεταφέρεται στην τοποθεσία «Ταύρος», ορεινή & δυσπρόσιτη, 15 χμ Α. της Αγ. Παρασκευής, όπου βρίσκεται και το ξωκλήσι του αγίου.
             Από το πρωί του Σαββάτου αρχίζει η ομαδική μετάβαση των πανηγυριστών στον «Ταύρο», απ’ όλο το νησί. Το σούρουπο φέρνουν τον ταύρο, πάλι με μουσική, μπροστά στο εκκλησάκι και ο ιερέας τον ευλογεί με ειδική ευχή. Τον οδηγούν έπειτα στον τόπο της θυσίας. Εκεί, κατά την πίστη που επικρατεί, το ζώο γονατίζει με τη θέλησή του για να θυσιαστεί. Παράλληλα σφάζονται κι άλλα μικρότερα ζώα, με την ευλογία του παπά πάντα,τάματα κι αυτά των πιστών.
             Την ευλογία του δέχονται κι οι έφιπποι πανηγυριστές, θεωρείται μάλιστα ότι το πανηγύρι αποβλέπει ιδιαίτερα στην προστασία των φοράδων.
             Από το κρέας του ταύρου και με ειδικά κατεργασμένο σιτάρι παρασκευάζεται το λεγόμενο “κεσκέτσι”, που το πρωί της Κυριακής διανέμεται στους πιστούς, για «να πάρουν όλοι τη δύναμη που είχε ο ταύρος». 
             Η όλη θυσία-γιορτή τελειώνει το απόγευμα της Κυριακής με ιππικούς αγώνες. Ακολουθεί γλέντι όλων των πανηγυριστών στην πλατεία του χωριού.  

             
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
             «Ο Αηλιάς κόβει σταφύλια και η Αγία Μαρίνα σύκα».
             «Αλωνάρη με τα αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια».
             «Τζίτζιρας ελάλησε, άσπρη ρόγα γυάλισε».
             «Τον Ιούλη κι οι γριές κάνουνε ξετσιπωσιές».
             «Από τ' Αι-Λιος ο καιρός γυρίζει αλλιώς».
             «Γαμπρός αλωναριάτικος, κακό χειμώνα βγάνει».
             «Έτσι το ‘χει το λινάρι να ανθεί τον Αλωνάρη».
             «Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τ' αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη».
             «Κάλλιο λόγια στο χωράφι , παρά ντράβαλα (φασαρίες) στ' αλώνι».
             «Κάτσε κότα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
             «Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη».
             «Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
             «Μικρό-μικρό τ' αλώνι μου, και να ‘ναι μοναχικό μου».
             «Ο άη-Λιας κόβει σταφύλια και η αγία Μαρίνα σύκα».
             «Ο Θεριστής θερίζει, ο Αλωνάρης αλωνίζει κι ο Αύγουστος ξεχωριζει».
             «Όρνιθα το Γενάρη, κέφαλος τον Αλωνάρη».
             «Που μουχτάει τον Χειμώνα‚ χαίρεται τον Αλωνάρη».
             «Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη(Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα».
             «Στο κακορίζικο χωριό τον Αλωνάρη βρέχει».
             «Τ' Αλωναριού τα κάματα (δυνατή ζέστη), τ' Αυγούστου τα λιοβόρια» (ζεστός δυνατός ανατολικός άνεμος).
             «Της αγιά Μαρίνας ρώγα και του άη -Λιός σταφύλι». (δηλαδή το σταφύλι ωριμάζει αργότερα από τη σταφίδα)
             «Της Αγιάς Μαρίνας ρούγα και του Αϊ Λια σταφύλι και του Αγιού Παντελεήμονα γιομάτο το κοφίνι».
             «Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή».
             «Τον Αλωνάρη δούλευε καλό χειμώνα να έχεις».
             «Τον Αλωνάρη έβρεχε στον ποτισμένο τόπο».
             «Χιόνισε μέσα στο Γενάρη, να οι χαρές του Αλωνάρη».
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
 Ο όγδοος μήνας του χρόνου, ο μήνας της Παναγιάς & των διακοπών για τους περισσότερους Έλληνες. Έχει 31 ημέρες και είναι ο αντίστοιχος του έκτου μήνα του παλαιού ημερολογίου, που ονομαζόταν Sextilis. Ονομάστηκε Αύγουστος προς τιμή του Οκταβιανού μετά την απονομή του τίτλου από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Πριν από την επικράτηση του ρωμαϊκού Ιουλιανού ημερολογίου,  αντίστοιχος μήνας στο αθηναϊκό ημερολόγιο ήταν ο Μεταγειτνεών. Είναι από τους πιο ζεστούς μήνες του χρόνου και ο λαός του έχει δώσει και άλλα ονόματα, όπως Πεντεφάς ή Πενταφάς, Συκολόγος (λόγω της συγκομιδής των σύκων), Δριμάρης, Τραπεζοφόρος και Διπλοχέστης (λόγω της αφθονίας των καρπών). Στα  βυζαντινά χρόνια το έτος τελείωνε στις 31 Αυγούστου και πρωτοχρονιά ήταν η 1η Σεπτεμβρίου. Γι` αυτό η τελευταία μέρα του Αυγούστου λέγεται και Κλειδοχρονιά.
                
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                Συνεχίζεται το αλώνισμα (ανάλογα την περιοχή).
                Προς το τέλος του μήνα καίγονται οι καλαμιές.
                Αρχίζει ο τρύγος (ανάλογα την περιοχή) & λιάσιμο στ’ αλώνια.
                Μάζεμα καλαμποκιού, αρμάθιασμα & ξήρανση αυτού.
                Μάζεμα σκόρδων & κρεμμυδιών.
                Σπορά καρότων, σπανακιού & μαρουλόσπορου.
                Μεταφορά κυψελών στο πεύκο.
                Καθάρισμα βαρελιών, ασκιών, αντλιών & σκευών για την αποθήκευση του κρασιού.
                
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                Οι πρώτες έξι ή δώδεκα μέρες του Αυγούστου, κατά τη δεισιδαιμονική αντίληψη, οι δρίμες (εξ ου και Δριμάρης), είναι επικίνδυνες, κι όποιος λούζεται σ’ αυτές ή πλένει ρούχα, κινδυνεύει να πάθει κακό ο ίδιος, στην πρώτη περίπτωση ή να καταστραφούν τα ρούχα, στη δεύτερη. Κι όπως εκδιώκονται με τον αγιασμό οι καλικάντζαροι, έτσι ξορκίζουν και τις δρίμες με αγίασμα από την ακολουθία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα (6/8). 
                Επίσης οι ημέρες αυτές λέγονται και «μερομήνια», αφού αυτές τις ημέρες γίνονται προγνώσεις για τον καιρό της χρονιάς.
                ΑΓΙΟΦΙΔΑ Ή ΦΙΔΑΚΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ: Η Κεφαλονιά έχει χαρακτηριστεί νησί των μυστηρίων. Κι αυτό γιατί στο νησί συμβαίνουν κάποια παράξενα φαινόμενα τα οποία και η επιστήμη δεν μπορεί να ερμηνεύσει. 
               Ένα από τα πιο γνωστά φαινόμενα είναι η εμφάνιση των αγιόφιδων που παρατηρείται κάθε χρόνο τον Αύγουστο. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται στο χωριό Μαρκόπουλο. Στα ερείπια του παλιού καμπαναριού της εκκλησίας που είναι αφιερωμένη στην Παναγιά και στην εκκλησία του ορεινού χωριού Αργίνια, όπου εμφανίζονται κάθε καλοκαίρι από τις 6 Αυγούστου εμφανίζονται μικρά φιδάκια, τα οποία σιγά - σιγά γεμίζουν το εσωτερικό της εκκλησίας. Αυτό συμβαίνει μέχρι και τις 15 Αυγούστου όπου μυστηριωδώς εξαφανίζονται. Τα φιδάκια αυτά είναι εντελώς ακίνδυνα και μη δηλητηριώδη. Οι πιστοί συνηθίζουν να τα παίρνουν στο χέρι και να τα παρατηρούν. Χαρακτηριστικό τους είναι ο σταυρός που έχουν στο κεφάλι τους. 
Τις ημέρες αυτές, 6 - 15 Αυγούστου πλήθος πιστών που παραθερίζουν στο νησί σπεύδουν να δουν από κοντά τα φιδάκια της Παναγιάς. 
               Σύμφωνα με τη φυσική εξήγηση του περίεργου αυτού φαινομένου πρόκειται για μια σπάνια ράτσα φιδιών που αναπαράγεται σ’ αυτήν την περιοχή. Το κλίμα, ο τόπος αλλά και η συμπεριφορά των ανθρώπων ευνοούν την αναπαραγωγή τους. 
               Η εμφάνισή τους λοιπόν, αλλά και η εξαφάνισή τους, έχει να κάνει με την εποχή της αναπαραγωγής τους. Το φαινόμενο αποδίδεται στο δυνατό ήχο της καμπάνας που αναστατώνει τα φιδάκια και βγαίνουν από τις φωλιές τους.
                
Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: Μία νηστεία που την τηρούσαν με μεγάλη ευλάβεια. 
                Στο Ζαγόρι Ηπείρου, «πρωί-πρωί, πριν βάλουν τίποτα στο στόμα τους, τρώγουν κόκκινα κράνα (ήταν γνωστό αντιπυρετικό τότε), για να είναι γεροί όλο το χρόνο».
                Με το γάλα που δεν κατανάλωναν την περίοδο της νηστείας, έφτιαχναν τραχανάδες, χυλοπίτες κ.ά.
                Την 1η Αυγούστου, σε διάφορα μέρη της πατρίδας μας, συνήθιζαν να πλένουν τα χάλκινα σκεύη & να προσφέρουν σταφύλια, σύκα και ελιές σ’ όσους δεν είχαν για να φάνε εκείνη την ημέρα.
                Την 6η Αυγούστου (Μεταμόρφωση του Σωτήρα) έφερναν στην εκκλησία κι ευλογούσαν τα πρώτα σταφύλια, με ειδική ευχή. Κατόπιν τα μοίραζαν στο εκκλησίασμα.
                ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΕΣ (27/8). Είναι πίτες (τάματα) που κάνουν οι πιστοί προς τιμή του Αγ. Φανουρίου, που γιορτάζει εκείνη την ημέρα, άπαξ ή 3 Σάββατα συνεχόμενα, ζητώντας απ’ τον άγιο να τους φανερώσει κάτι που έχασαν ή κάτι που προσδοκούν (π.χ. οι ανύπαντρες κοπέλες στην Κρήτη, να τους φανερώσει έναν καλό γαμπρό).
                Η Φανουρόπιτα παρασκευάζεται με 9 λογιών υλικά: αλεύρι, νερό, ζάχαρη, καρύδια, κανελογαρύφαλλα, λάδι, ξύσματα πορτοκαλόφλουδας, χυμό πορτοκαλιού ή λεμονιού, σταφίδες και αλάτι. 
                
ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΤΗ (29/8). Προστάτης από την ελονοσία.
                
ΓΙΟΡΤΕΣ:
                Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΑ (6/8). Μια φωταυγής καταδήλωση, με αποδέκτη κάθε ανθρώπινο ον. 
                
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (15/8). Θεωρείται το Πάσχα του καλοκαιριού. Η κορυφαία εορτή της πιο οικείας μορφής στον χριστιανικό λατρευτικό κύκλο, σ’ όλη την Ελλάδα με επίκεντρο το ναό τηςΠαναγίας στο νησί της Τήνου.
                
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να ‘σουν δυο φορές το χρόνο!».
                «Αύγουστε, τραπεζοφάη, να ‘σουν τρεις βολές τον χρόνο».
                «Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι».
                «Επάτησεν ο Αύγουστος η άκρη του χειμώνα, παύει ο φτωχός το δειλινό κι ο άρχοντας τον ύπνο».
                «Του Αυγούστου οι δρίμες στα πανιά (σκώρος) και του Μαρτιού στα ξύλα (σαράκι)».
                «Κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο».
                «Καλός ο ήλιος του Μαγιού, του Αυγούστου το φεγγάρι».
                «Της Αγίας Μαρίνας ρόγα και τ’ Άη Λιος σταφύλι και της Παναγιάς τον Αύγουστο, γεμάτο τοκοφίνι».
                «Αν ίσως βρέξει ο τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο».
                «Από Μάρτη πουκάμισο κι από Αύγουστο σεγκούνι».
                «Τον Αύγουστο τον χαίρεται, όπ’ έχει να τρυγήσει».
                      «Αυγουστοκοδέσποινα‚ καλαντογυρεύτρα» [δηλ. Η σπάταλη νοικοκυρά τον Αύγουστο, τα Χριστούγεννα ζητιανεύει]
                «Αύγουστος άβρεχτος, μούστος άμετρος».
                «Δεκαπέντησεν ο Αύγουστος, πυρώσου και μην εντρέπεσαι».
                «Επλάκωσεν ο Αύγουστος, η άκρια του χειμώνα».
                «Ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι».
                «Ήρθε ο Αύγουστος, πάρε την κάπα σου».
                «Θεός να φυλάει τα λιόδεντρα απ' το νερό τα Αυγούστου».
                «Καλή λαβιά τον Αύγουστο και γέννα τον Γενάρη».
                «Μακάρι σαν τον Αύγουστο να ‘ταν οι μήνες όλοι».
                «Να ‘σαι καλά τον Αύγουστο που ‘ναι παχιές οι μύγες».
                «Να ’σαι καλά τον Αύγουστο με δεκαοχτώ βελέντζες».
                «Ο Αύγουστος και ο τρύγος δεν είναι κάθε μέρα».
                «Ο Αύγουστος πουλά κρασί κι ο Μάης πουλά σιτάρι» [δηλ. Από τον Αύγουστο μπορείς να καταλάβεις αν θα είναι καλή η παραγωγή κρασιού, όπως κι από το Μάη μπορείς να καταλάβεις αν θα παραχθεί πολύ σιτάρι]
                «Όποιος φιλάει τον Αύγουστο, τον Μάη θερίζει μόνος».
                «Ούτε ο Αύγουστος χειμώνας, ούτε ο Μάρτης καλοκαίρι».
                «Τ' Αυγούστου και του Γεναριού τα δυο χρυσά φεγγάρια».
                «Τ’ Αυγούστου το νερό αρρώστια στον λειόκαρπο».
                «Το Μάη με πουκάμισο, τον Αύγουστο με κάπα».
                «Τον Αύγουστο τον χαίρεται οπόχει να τρυγήσει».

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
.  Ο ένατος μήνας του έτους. Έχει 30 ημέρες και είναι ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου. Το όνομά του το οφείλει στο λατινικό αριθμητικό septum (= επτά) και ήταν ο έβδομος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου. Ονομαζόταν και  «χρονογράφος», γιατί επικρατούσε η πίστη ότι κατά τον μήνα αυτό ο χάρος «γράφει» εκείνους που πρόκειται να πεθάνουν κατά τη διάρκεια του χρόνου. 
                Οι αγροτικές εργασίες έδωσαν κι άλλες ονομασίες στο μήνα αυτό, όπως Σταυριάτης ή Σταυρίτης και Σταυρός, Πετμεζάς, Χινόπωρος, Ορτυκολόγος (λόγω του περάσματος των ορτυκιών που αποδημούν), Τρυγομηνάς ή Τρυγητής (λόγω τρύγου) κ.ά. Θεωρείται επίσης ο μήνας των μεγάλων παζαριών(εμποροπανηγύρεις).
                ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                Τρύγος.
                Όργωμα χωραφιών, για αν σπείρουν πρώιμα δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη), ή διάφορα όσπρια (φακή, κουκιά, μπιζέλια κ.λ.π.)
                Φύτεμα αειθαλών δέντρων & φραουλών. 
                Σπέρνουν ραδίκια, σπανάκια, αντίδια, μαρούλια, κάρδαμο, ρόκα, μαϊντανό, αντράκλα, ραπανάκια, λάχανα & κουνουπίδια.
                Συνεχίζεται το μάζεμα του καπνού.
                Απολυμαίνουν τα κοτέτσια.
                Πάχυνση βοδιών & χοίρων.
                ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                1η Σεπτεμβρίου (εορτή του αγίου Συμεών του Στυλίτη): Οι έγκυες γυναίκες απείχαν από κάθε εργασία, για να μην γεννηθεί το παιδί τους με το σημάδι του αγίου (Συμεών/ σημαδεύω). Την ίδια μέρα γιορταζόταν η «Αρχιχρονιά», ένα έθιμο, κατάλοιπο των βυζαντινών χρόνων, καθώς οι βυζαντινοί τον είχαν ως πρώτο μήνα του επίσημου ημερολογίου.
                
I. Στη Χώρα της ΚΩ, το βράδυ της 31ης Αυγούστου, δηλ. της τελευταίας ημέρας του μήνα, αστρονομούν, όπως λένε, δηλ. αφήνουν κάτω από τ’ άστρα ένα μεγάλο καρπούζι, με πολλά σπόρια, ένα ρόδι, μια σκελίδα σκόρδο, ένα κυδώνι, ένα φύλλο από τον «πλάτανο του Ιπποκράτη» κι ένα τσαμπί σταφύλι. Το πρωί της «Αρχιχρονιάς» γυναίκες και παιδιά σηκώνονται πριν βγει ο ήλιος και κατεβαίνουν στην παραλία παίρνοντας μαζί, τους «αστρονομημένους» αυτούς καρπούς που φύλαγαν για ένα χρόνο στο εικονοστάσι, τους πετούν στη θάλασσα και βουτάνε στο νερό τους καινούργιους. Βρέχουν το πρόσωπό τους, μαζεύουν θαλασσινό νερό από σαράντα κύματα και βότσαλα από την ακρογιαλιά. Στο δρόμο για το σπίτι σταματούν στον «πλάτανο» και αγκαλιάζουν τον κορμό του για να πάρουν τα χρόνια του και τη δύναμή του.
                Στο σπίτι πια κρεμούν την καινούρια «Αρχιχρονιά» στο εικονοστάσι, σα σύμβολο αφθονίας για την καινούρια χρονιά. Ρίχνουν λίγα βότσαλα στα μπαούλα, να μην τρώνε οι ποντικοί τα ρούχα, βάζουν λίγα στις τσέπες τους «για το καλό», σκορπίζουν μερικά στην αυλή και ραντίζουν το σπίτι με θαλασσινό νερό για την γλωσσοφαγιά.
                
II. Στη ΡΟΔΟ, τη μέρα αυτή κρεμούν στο μεσιά - το μεσαίο χοντρό δοκάρι, που βαστάζει τη στέγη - τη δική τους «Αρχιχρονιά»: ένα άσπρο σακουλάκι γεμάτο στάχυα και σιτάρι. Γύρω απ’ αυτό δένουν μια αρμαθιά καρύδια, ένα κρεμμύδι, ένα σκόρδο, ένα κεχρί, καρπό βαμβακιού κι ένα τσαμπί σταφύλι. Αν δεν κάνουν την «Αρχιχρονιά», δεν αρχίζουν καμιά αγροτική εργασία. Την «Αρχιχρονιά» αυτή την ξεκρεμούν από το μεσιά την Πρωτοχρονιά το πρωί. Τα καρύδια και το τσαμπί που γίνεται σταφίδα το τρώνε, ενώ το σιτάρι, το σκόρδο και το κρεμμύδι τα φυλάγουν για να τα ρίξουν μέσα στο σπόρο, όταν θα αρχίσουν τη σπορά. Το θεωρούν καλό ν’ ανακατευτούν με το σπόρο οι καρποί της «Αρχιχρονιάς».
                
III. Στο άλλο άκρο της Ελλάδας, στη ΣΩΖΟΠΟΛΗ ΘΡΑΚΗΣ, οι κάτοικοι, το πρωί της 1ηςΣεπτεμβρίου, ράντιζαν ο καθένας με αγιασμό το σπίτι του, τα αμπέλια του και τα δίχτυα του, για να ευλογηθούν και να δώσουν πολλά σταφύλια και πολλά ψάρια αντίστοιχα.
                Ένας δάσκαλος, πριν αρκετά χρόνια, στα Χάσια Κοζάνης, διηγείται τι συνέβαινε την πρώτη μέρα που άνοιγαν τα σχολεία:
                Στα σχολεία των χωριών τούτων, όταν ανοίξει το σχολείο, έρχονται οι μαθητές, φιλούν το χέρι του δασκάλου. Τους καταγράφει. Έπειτα αρχίζουν με τη σειρά και φέρνουν οι μαθητές μια πίτα, ένα ψωμί, κρασί. 
                Όταν όμως θα αλλάξουν τα βιβλία ή τις τάξεις, τότε ο κάθε μαθητής θα παρουσιάσει τα νέα βιβλία του στο δάσκαλο να τα ράψει κι ο δάσκαλος τα ράφτει όλα τα βιβλία και τα φυλάγει επάνω στον πάγκο. Οι μαθητές φέρνουν τότε ένα δώρο στο διδάσκαλο, μαντίλι ή τσιράπια ή κότα ή αρνί, ό,τι θέλει ο καθένας, στους δε μαθητές φέρνουν μύγδαλα ή καρύδια ή ζαχαρωτά. Όλοι φέρνουν μικροί και μεγάλοι. 
                Τότε οι μαθητές σηκώνονται όρθιοι, έρχονται στην παράδοση, στρώνουν μια βελέντζα ή παλτό καταγής. Σηκώνεται ο δάσκαλος, παίρνει το βιβλίο ενός μαθητή της δευτέρας ή της τρίτης κ.λ.π. τάξης στα χέρια και λέγει: «να αξιώσετε το μαθητή αυτό στην Β ή Γ ή Δ τάξη». Όλοι τότε οι μαθητές σηκώνουν εκείνον το μαθητή με τη βελέντζα καθισμένο μέσα και τον σέρνουν άνω κάτω και φωνάζουν «άξιος», τον ανεβάζουν και τον κατεβάζουν 3 φορές. Κατόπιν εκείνος φιλεί το χέρι του δασκάλου και παίρνει τα βιβλία. Ο δάσκαλος του εύχεται Καλή Πρόοδο και μοιράζει στα παιδιά ό,τι φρούτα έφερε ο μαθητής. Έτσι όλοι οι μαθητές αξιώνονται, όχι την ίδια μέρα, αλλά τις άλλες. Τέλος με τη σειρά φέρουν ο καθένας στο δάσκαλο το κανίσκι του με το ψωμί, πίτα, αυγά, κρασί, ρακή κ.ά.
                ΓΙΟΡΤΕΣ:
                Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (8/9). Η γέννηση αυτή σηματοδοτεί τη λύση της κατάρας της προπατορικής ενοχής. 
                
Η ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (14/9). Στις εκκλησίες μοιράζεται την ημέρα αυτή βασιλικός, που πηγάζει από την παράδοση, ότι στο μέρος όπου βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός είχε φυτρώσει το αρωματικό αυτό φυτό, γι’ αυτό και ο βασιλικός λέγεται και «σταυρολούλουδο». Με το βασιλικό αυτό από την εκκλησία και με αγιασμό της ημέρας ετοιμαζόταν το νέο προζύμι για όλη τη χρονιά. 
                Μία γιορτή που αποτελούσε χρονικό σταθμό στις τοπικές αγροτικές & ποιμενικές εργασίες και λαμβανόταν σαν αρχή ή το τέρμα για τις σχετικές συμβάσεις.
                ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια».
                «Αν βρέξει ο τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο».
                «Τον τρυγητή τ’ αμπελουργού, πάνε χαλάλι οι κόποι».
                «Στον τρυγητή σιτάρι σπείρε και στο πανηγύρι σύρε».
                «Του Σεπτέμβρη οι βροχές, πολλά καλά μας φέρνουν». 
                «Βοηθάει ο Αι- Γιάννης και ο Σταυρός, γιομίζει το αμπάρι κι ο ληνός».
                «Θέρος, τρύγος, πόλεμος».
                «Μάρτη και Σεπτέμβρη ίσια τα μεσάνυχτα» [=ισημερία]
                «Του Σταυρού αρμένιζε και του Σταυρού δένε».
                «Του Σταυρού κοίτα και τ’ Αϊ Γιωργιού ξεκίνα».
                «Του Σταυρού σταύρωνε και δένε».
                «Του Σταυρού σταύρωνε και σπέρνε».

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
  Ο δεύτερος μήνας του φθινοπώρου. Έχει 31 ημέρες κι είναι ο πιο κατάλληλος για την καλλιέργεια και τη σπορά των χωραφιών. Ο ελληνικός λαός δίνει και τα ονόματα: Αϊ-Δημήτρης ή Αϊ-Δημητριάτης, Βροχάρης, Σποριάτης ή Σποριάς ή Σπαρτός, Μπρουμάρης (=ομιχλώδης, σκοτεινός) και Παχνιστής (από την πάχνη που πέφτει στους αγρούς). Τον θεωρεί έναν από τους μήνες κατά τους οποίους πρέπει κανείς να πίνει το κρασί ανέρωτο, γιατί τον συμπεριλαμβάνει στην παροιμία: «Όποιος μήνας έχει ΡΟ, δε θέλει στο κρασί νερό». Κατά το ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο 8ος μήνας, γι` αυτό κι ονομάστηκε Οκτόμπερ. Ήταν αφιερωμένος στον Άρη και τον παρίσταναν με μορφή κυνηγού, που έχει λαγό στα πόδια του, πουλιά πάνω απ` το κεφάλι του και ένα είδος κάδου κοντά του. Ο μήνας «των χειμαδιών» και ο γυρισμός των παραδοσιακών μαστόρων στις οικογενειακές εστίες. 
                
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                Όργωμα & σπορά σιτηρών, κριθαριού & βρώμης.
                Σπορά τριφυλλιού.
                Ολοκλήρωση τρύγου και παραγωγή κρασιού.
                Μάζεμα φθινοπωρινών φρούτων & πατάτας.
                Κάψιμο φυτών, που έδωσαν καρπούς, για να καταστρέψουν τα αυγά των εντόμων.
                Κατεβαίνουν οι βοσκοί από τα βουνά στους χαμηλούς κάμπους (τα χειμαδιά).
                
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                «Η ΤΖΑΜΑΛΑ» ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ. Λέξη αραβική που σημαίνει καμήλα, μια προσωποποίηση θηλυκής οντότητας με αόριστη γονιμοποιητική σημασία. Το έθιμο αυτό, γονιμοποιητικό δρώμενο της άροσης και σποράς των αγρών, συνηθιζόταν παλαιότερα στην Θράκη, να γίνεται του Αγ. Δημητρίου στις 26/10 ή σε μια άλλη μέρα, ανάλογα με τον χρόνο σποράς, που εξαρτιόταν από τις κλιματολογικές συνθήκες.
                Για την καλή χρονιά σποράς, την παραμονή του Αϊ-Δημητρίου έκαναν την Τζαμάλα. Με ξύλα έκαμναν ένα μεγάλο σκελετό καμήλας, τον τύλιγαν με πανιά και προβιές, έβαζαν ουρά, ένα μακρύ κοντάρι για λαιμό, με κεφάλια αλόγου ή βοδιού με δόντια, το σκέπαζαν με προβιά και το στόλιζαν με χάντρες. Πάνω στην καμήλα έριχναν μακρύ χαλί, κάτω απ’ αυτό έμπαιναν 4 άντρες, περπατούσαν και φαινόταν σα να περπατούσε η τζαμάλα. Πάνω της κάθιζαν ένα ψεύτικο παιδί, που το βαστούσε ο τζαμάλης, με καμπούρα καικουδούνια στη μέση του. Ύστερα από το ηλιοβασίλεμα το γύριζαν στα σπίτια με τραγούδια και γέλια… Όσοι πήγαιναν με τη τζαμάλα φορούσαν παράξενα ρούχα, με στεφάνια κληματαριών στο κεφάλι και με λαγήνια ή με κουβάδες στα χέρια για κρασί ή ούζο. Έξω από κάθε σπίτι φώναζαν: «Ε! κερά! Καλή χρονιά, καλό μπερικέτι (=σοδειά) και πολύχρονη…». Για το έθιμο αυτό, πότε γεννήθηκε, είναι απροσδιόριστο. Μεταφέρονταν από γενεά σε γενεά. Ήταν κάτι παραπάνω από πολιτιστική εκδήλωση. Τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια. 
                Σε καμιά περίπτωση δεν έβλεπες τους πρωταγωνιστές και στο κενό να σαχλαμαρίζουν. Παιζόταν όπως η αρχαία τραγωδία, Θέση και κίνηση παρόμοια με τους πρωταγωνιστές κρατούσε όλο το χωριό, που συνοδεύει την Τζαμάλα. Παιζόταν με τέτοιο τρόπο, που όλη η φιλοσοφία της Τζαμάλας αντικαθρεφτίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το σενάριο δεν είχε στοιχεία φαντασίας. Ας εξετάσουμε το σενάριο και το ξεκίνημα της Τζαμάλας. Αρχές Οκτωβρίου, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου όλο και ψιθυριζόταν: "Πότι θα βρέξει;" Με την πρώτη βροχή να σπείρουν. Και οι σπόροι για την εποχή ήταν, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη. Όλοι οι σπόροι αυτοί προσφέρονταν να κρατηθούν αποκλειστικά άνθρωποι και ζώα στη ζωή. Και τα ζώα δίνανε στον άνθρωπο για την εποχή όλα τα αγαθά, όπως γάλα, τυρί, το μαλλί τους για ρουχισμό, το δέρμα τους για τσαρούχια, αφού για παπούτσια λόγος δεν γίνεται, και τη δύναμη τους, φυσικά, να οργώνουν τη γης, αφού η μηχανή ήταν ανύπαρκτη. 
                Να, λοιπόν, πόσο ανάγκη είχαν τη βροχή! Την ημέρα κοίταζαν στον ουρανό. Αυτό το διάστημα, το βράδυ βλέπανε όνειρα για βροχή. Ο σχολιασμός συνεχής: "Πότι  θα βρέξει;" Όταν άρχιζε να βρέχει, η χαρά ήταν απερίγραπτη. Μικροί και μεγάλοι χόρευαν μες τη βροχή. Σε καμιά περίπτωση δεν μπαίνανε στις στέγες, φοβούμενοι μήπως παρεξηγηθεί ο θεός και σταματήσει η βροχή. Με το μπάσιμο στις στέγες, ερμηνευόταν και αλλιώς: "Φτάνει τόση βροχή: ΣΤΟΠ".  
                Την επόμενη ημέρα από τη βροχή δε γινόταν σπορά, αφού το χώμα είναι βαρύ. Φτιάχνανε μικρά αλέτρια στα παιδιά τους, παιχνίδια, όπως τα μεγάλα, με ζυγό και βουκένια. Στη θέση για βόδια ζευόταν δύο παιδιά και το τρίτο παιδί κρατούσε το αλέτρι. Χάραζε πρώτα τετράγωνα το χωράφι, έριχνε σπόρο, κάνοντας το σταυρό του, λέγοντας: "Έλα, χριστέ και Παναγιά". Και άρχιζε να οργώνει, σκεπάζοντας το σπόρο. Ονοματίζει και τα βόδια του, δίνοντας τα ονόματα των βοδιών τους. Όλα αυτά γινόταν στην αυλή του σπιτιού με τα χαμόγελα των γονιών τους.  
                Όταν τα χωράφια φέρνανε τάβι και άρχιζε ο κόσμος να σπέρνει, η οικογένεια, κάθε πρωί που ξημέρωνε, βλέπανε πρώτα τα χωράφια των παιδιών τους. Πράγματι, μέσα στις οκτώ ημέρες φύτρωνε το ευλογημένο. Εδώ η χαρά δεν περιγράφεται. Το άροτρο έως το 1920 παραμένει το πρωτόγονο σίδηρο. Έχει μόνο στη μύτη το υνί, το λεγόμενο, να σκίζει τη γης.  
                Οι πάντες σπέρνουν. Υπάρχουν φτωχοί και το περισσότερο χωριό δεν έχουν ζευγάρια. Η αιτία, ο πόλεμος, τα σεφέρ (μπεηλίκι). Οι πάντες, αυτοί που γλίτωσαν από τον πόλεμο, αισθάνονται την υποχρέωση να διακόψουν τη δική τους σπορά, να βοηθήσουν και τα θύματα. Το φιλότιμο και η ανθρωπιά είναι αναλλοίωτα. Ο μοναδικός τους στόχος είναι το πως θα κρατηθεί η κοινωνία τους στη ζωή. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, μαζί με τη σπορά, παρακολουθώντας να βγάζουν όλοι σπόρο στο χωράφι. 
                Έτσι ερμήνευαν τη σπορά. 
                Αμέσως στο ίδιο καθήκον επαγόταν η ΤΖΑΜΑΛΑ. 
                Τη θεωρούσαν προσευχή. Αμέσως σχηματιζόταν επιτροπή. Με σοβαρότητα συνεδρίαζε, εξέταζε ένα-ένα τα σπίτια του χωριού. Εάν έβγαζε σπόρο, αυτό ερμηνευόταν. Έστω και ένα στρέμμα να έσπερνε το κάθε σπίτι, η Τζαμάλα έπρεπε να παίξει. Τότε η επιτροπή, το δεύτερο μέτρο, προσδιορίζει την ημέρα που θα παίξει. Τρίτο, ποιοι θα αποτελούν το θίασο. Εδώ πρόσεχαν πολύ, κάνοντας συζήτηση με όλους. Αυτοί που θα προταθούν, να έχουν την έγκριση από όλο το χωριό. Τα πρόσωπα που θα απαρτίζουν το θίασο, οι πρωταγωνιστές, να είναι δοκιμασμένα άτομα. Αυτό είχε μεγάλη σημασία για την επιτυχία της Τζαμάλας. Παιζόταν ένα σοβαρό δράμα.. 
                Αφού γινόταν η επιλογή των ατόμων και η ημερομηνία, ο τόπος της συγκέντρωσης οριζόταν πάντα στην άκρη του χωριού και έξω από το χωριό. Διαφορετικά δε γινόταν, αφού εσώκλειστος χώρος δεν υπήρχε για την εποχή. Και εάν τον είχε, ήταν δύσκολο να χωρέσει ένα χωριό μικρούς και μεγάλους, συν αυτά στη μέση. Χρειαζόταν μεγάλη αλάνα για να γίνει η πρόβα. Και γι' αυτό, επέλεγαν υπαίθριος χώρος.  
                Η συγκέντρωση του κόσμου γινόταν την ώρα που σκοτείνιαζε. Οι απαιτούμενες ενδυμασίες,κουδούνια μεγάλα, όπλο κλπ, όπως ανέφερα παραπάνω, χρειαζόταν την έγκριση 100% των κατοίκων. Τυχόν παρεξήγηση δεν επιτρεπόταν σε καμιά περίπτωση. Εάν γίνει και παιχτεί δεύτερος θίασος Τζαμάλα, αυτό είχε επιχειρηθεί στο παρελθόν, πολύ παλιά και είχε γίνει φόνος, μεγάλο κακό. Θεωρούνταν γελοιοποίηση της λειτουργίας.  
                Το έθιμο της Τζαμάλας πρέπει να έρχεται σίγουρα από τα βάθη των αιώνων. Αυτό φαίνεται από όλες τις θέσεις και αντιδράσεις, όταν ανακάλυψαν το σίδηρο και βάλανε το δόρυ στο τόξο, όπως και το υνί, τη μύτη στο άροτρο, δίνοντας τη δυνατότητα να σκίζει το χώμα, σκεπάζοντας πολύ σπόρο. Και βλέποντας οι άνθρωποι την παραγωγή, με τη χαρά τους άρχιζαν να πανηγυρίζουν. 
                Ακόμα και τα ενδύματα που φοράνε, δέρματα, προβιές και γούνες από ζώα. 
                Ο θίασος αποτελούνταν και παιζόταν από τρία άτομα, ήταν οι πρωταγωνιστές. 
                Πρώτος, ένα νέος υψηλός, λεβέντης. Αυτός φορούσε τη γούνα στο κεφάλι, καπέλο με δέρμα, στα πόδια τσαρούχια, στη μέση κουδούνια κρεμασμένα, ο λεγόμενος Τζαμαλάρης. 
                Δεύτερο πρόσωπο, πάλι νέος, κοντότερος άνδρας. Ντύνεται, προσποιείται τη γυναίκα. 
                Ο εγωισμός του και η ζήλια δεν τον αφήνουν. Το επαναλαμβάνει με πιο άγριες διαθέσεις. Στις δύο - τρεις το ίδιο επαναλήψεις, αφού η Γκαντίνα του γυρίζει την πλάτη, τότε επεμβαίνει ο Τζαμαλάρης. Τον απωθεί, σπρώχνοντάς τον με δύναμη. Παρά λίγο να πέσει. Ο κόσμος φωνάζει "ο. ο ..Γκια Τζαμάλα, Γκια". 
                Τώρα ο γέρος γίνεται κάτι άλλο, ρεζίλι. Χάνει τον έλεγχό του, κατεβάζει το όπλο του από την πλάτη. Το ανοίγει, όμως δεν έχει σφαίρες να σκοτώσει τον Τζαμαλάρη. Οι νέοι χορεύουν αδιάκοπα. Ο γέρος καμπουριαστά πλησιάζει προς τους νοικοκυραίους, λέγοντάς τους με άγρια και δυνατή φωνή, προτάσσοντας τους το όπλο: "Βάλτε μέσα στο όπλο μου σφαίρα, βάλτε". Αυτοί απαντούν: "Δεν έχομι". Αυτός φωνάζει: "Βάλτε σφαίρα".  
                Στην επιμονή του γέρου βγάζει ο νοικοκύρης από την τσέπη του επιδειχτικά μια σφαίρα, τη βάζει μέσα στο όπλο. Όπως το κρατά ο γέρος και με αργά βήματα, κορδωμένος, σαν να έλεγε: "Τώρα εγώ θα σας δείξω", παίρνει θέση γονατιστός και σκοπεύει. 
                Η Γκαντίνα μπαίνει μπροστά στον Τζαμαλάρη, κάνει προστατευτικό τείχος να τον προφυλάξει από τη σφαίρα. Ο γέρος με διάφορες κινήσεις και ελιγμούς προσπαθεί να ξεγελάσει την Γκαντίνα. Και το πετυχαίνει, κερδίζοντας παιδιού βολές. Πατά τη σκανδάλη. Το όπλο δεν παίρνει φωτιά. 
                Ο γέρος εξοργίζεται. Κατάλαβε ότι ο νοικοκύρης του έβαλε άδεια σφαίρα μέσα στο όπλο του. Και στην επιμονή του, για δεύτερη φορά εντονότερα, του βάζει πάλι σφαίρα. Επαναλαμβάνονται ίδιες οι κινήσεις, όπως και στην πρώτη φορά. 
                Τώρα, με αυτόν τον πυροβολισμό ο νέος πέφτει κάτω νεκρός. 
                Η γκάιντα σταματά να παίζει. Φωνή δεν ακούγεται. Νεκρική σιγή. Η Γκαντίνα σπαράζει από κλάματα επάνω στο πτώμα του συντρόφου της. Ο Γέρος παίρνει βαθιά ανάσα και με αργά βήματα, κορδωμένος, προχωρεί. Αρπάζει την Γκαντίνα με ορμή, με δύναμη από το μπράτσο. Την έσυρε έως έξω από την αλάνα, σπρώχνοντας την με δύναμη στο περιθώριο.  
                Γυρίζει πίσω, φέρνει βόλτα, τριγυρίζει γύρω από το πτώμα του Τζαμαλάρη, βλέποντάς τον με επιφύλαξη εάν είναι ζωντανός ή πεθαμένος. Τον σκουντά με το πόδι, μήπως κουνηθεί. Και αφού πείθεται ότι είναι νεκρός, τότες τον αρπάζει από το πόδι και με το ένα χέρι τραβά το μαχαίρι το από το ζωνάρι 
                Γυρίζει το κεφάλι του προς τους νοικοκυραίους και με ζωηρή φωνή ρωτά: "Θα του γδάρω το τομάρι του. Πώς το θέλετε, προβιά να γίνει ή τουλούμι να βάλετε τυρί;" Ο νοικοκύρης με τη γυναίκα του ανταλλάσσανε γνώμη πώς το θέλουν. Επικράτησε η γνώμη της γυναίκας και αποκρίνονται φωναχτά: "Προβιά το θέλουμε, να καθόμαστε". Και τον γδέρνει. Πάλι ο γέρος τους ξαναρωτά εάν έχουν σκυλιά ή όχι. Απάντηση ήταν: "Έχουμε". Και οπότε ο γέρος φωνάζει τα σκυλιά, λέγοντας: "ω. ω. ω καραμάν". 
                Δεν πρόλαβε, όμως, να τον σβαρνίσει από το πόδι. Πετιέται ο νέος, ανασταίνεται, αρπάζει το γέρο σαν σκουπίδι, τον απωθεί, κλωτσώντας τον έξω από την αλάνα. Άρχισαν ζητωκραυγές, η γκάϊντα να παίζει. 
                Παρουσιάζεται η Γκαντίνα, δίπλα στον Τζαμαλάρη και χορεύοντας, ξεκινούν για το επόμενο σπίτι. Τότε και ο νοικοκύρης, όπως σταματά χαρούμενος με τη γυναίκα του, περνούν από μπροστά οι παραλήπτες, που παίρvουv το δικαίωμα σέρνοντας το γαϊδούρι που κουβαλά το σιτάρι, λέγοντας: "Και το χρόνο με υγεία". 
                Είναι αλήθεια πόσο σωστή είναι η φιλοσοφία της Τζαμάλας. Εξετάζοντας τα πλάνα του θιάσου, πως είναι δυνατόν ο γέρος να σκοτώνει το νέο και αυτός να ανασταίνεται; Δείχνει καθαρά ότι το νέο, η πρόοδος, η εξέλιξη δεν πεθαίνει. Συνεχίζοντας η Τζαμάλα το γύρο στο χωριό, τύχαινε σε σπίτι που ο νοικοκύρης δεν έβγαζε σπόρο για διάφορους λόγους, η Τζαμάλα σε καμιά περίπτωση δεν έπαιζε. Υπήρχε σεβασμός, με την έννοια ότι δε θα 'ταν καλό στην παραγωγή. Παρόλα αυτά, η Τζαμάλα έφερνε ένα γύρο μες την αυλή. Με την είδηση: "δεν έσπειρε", οι πάντες αποχωρούσαν με σεβασμό.  
                Στην αντίθετη περίπτωση, όταν ο νοικοκύρης έβγαζε σπόρο και δε δεχόταν να παίξει η Τζαμάλα προσωπικά, σε καμία περίπτωση δεν τολμούσε να πει ότι: "Εγώ, φερειπείν, δε θέλω να παίξει η Τζαμάλα στο σπίτι μου".  
                Αντιδρούσε διαφορετικά. Δήθεν ότι δεν είναι κανείς στο σπίτι. Σώνει και καλά ότι απουσίαζαν. Ήταν δύσκολα να αρνηθεί κανείς, γιατί είχε να αντιμετωπίσει την οργή όλου του κόσμου. 
Και δεύτερο, είχε να εισπράξει ταπεινωτικές ενέργειες, όπως πρώτον: ανατροπή του κάρου του επάνω στη σορό, στην κοπριά ή στη σορό τα πουρνάρια, που χρησίμευαν για καψόξυλα στο φούρνο. Και αυτό ήταν δύσκολο να το κατεβάσει, γιατί ήταν αναποδογυρισμένο οι τέσσερις ρόδες προς τα πάνω, σατιρίζοντας δήθεν, έχουν κάνει αερόμυλο. 
                Αυτή η πράξη της ανατροπής του κάρου γινόταν μεγάλη πλάκα, γέλια. Όπως το κάρο είναι αναποδογυρισμένο στη σορό επάνω, άλλοι γύριζαν τις ρόδες φωνάζοντας: "Άντε χωριανοί, ο μύλος βγάζει ψιλό αλεύρι, ελάτι να αλέσιτι". Γέλια πολλά και την επόμενη ημέρα ακόμα γελούν σχολιάζοντας. 
                Με το τέλος της Τζαμάλας το σιτάρι το πουλάν. Τα λεφτά που παίρνουν την πρώτη Κυριακή ορίζουν γλέντι στην πλατεία του χωριού. Χορός, τραγούδια, ευχές, καλή χρονιά, καλή σοδιά και το χρόνο με υγεία. 
                Την Τζαμάλα οι παλιοί την πήγαιναν και την έπαιζαν στην πατρίδα και σε διπλανά χωριά, ακόμα και στα τούρκικα. Ντύνονταν Τζαμάλα μέχρι και ηλικιωμένοι πενηντάρηδες. Άλλοι μάζευαν "το δίκιο", στάρι που τους έδιναν οι νοικοκυραίοι για το παίξιμο παν στο γαϊδούρι. 
                Κατά την τελετουργική περιφορά της, μάλιστα, τραγουδούσαν το ακόλουθο ελληνοτουρκικό τραγούδι, που διεκτραγωδεί την ασθένειά της και την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται:       
                              Βερίριμ σαμανί, γεμές (της δίνω άχυρο, δεν τρώγει) 
                             Μπεν τσεκέριμ, ο γκελμές (την τραβώ, δεν έρχεται) 
                                    Τζαμάλα, τζαμάλα, χούντισι (εμπρός) 
                                       Ντι -ντίλι, μάντιλι, ντι -ντίλι, 
                                           τση τζαμάλας το παιδί 
                                 έβγαλε κακό στο φτι (ή έκαμε κακό στο φτι) 
                                         και γυρεύ' να παντρευτεί! 
                                Μπεν τσεκέριμ γετελέ (εγώ τραβάω στο κρεβάτι) 
                               μπου γκιντίορ χεντεγιά (αυτή πηγαίνει στο χαντάκι) 
                                   Τζμάλα, τζαμάλα, χούντσισί (εμπρός)
                Αφού έκαμναν το γύρο του χωριού έπαιρναν τα όργανα και διασκέδαζαν στο καφενείο ως το πρωί.
                Σήμερα το έθιμο συνηθίζεται σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, κυρίως τις Απόκριες. 
                
ΓΙΟΡΤΕΣ:    
                
12 ΟΚΤΩΒΡΗ (1944). Η απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς.
                
ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (26/10). Η γιορτή αυτή θεωρείται ορόσημο του χειμώνα και συνδυάζεται με του Αγ.Γεωργίου στις 23 Απριλίου. Στο γεωργικό καλαντάρι οι 2 αυτές γιορτές αποτελούν τις χρονικές τομές που χωρίζουν το έτος σε 2 ίσα μέρη, στο χειμερινό και το θερινό εξάμηνο αντίστοιχα.  
                
28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ (1940). Η επέτειος του «ΟΧΙ» στο φασισμό.
                
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες».
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες, τρία καλά δεν έκαμες».
                «Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη, έχει οκτώ σειρές στ’ αλώνι».
                «Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια».
                «Αϊ Δημητράκη μου, Μικρό καλοκαιράκι μου».
                «Αν βρέξει ο Οκτώβρης και χορτάσει η γη, πούλησ' το σιτάρι σου και αγόρασε βόδια».
                «Αν δε βρέξει, ας ψιχαλίσει, πάντα κάτι θα δροσίσει».
                «Αν δε βρέξει, πως θα ξαστερώσει;»
                «Αν δε χορτάσει ο Οκτώβριος τη γη, πούλησε τα βόδια σου και αγόρασε σιτάρι».
                «Άσπορος μη μείνεις, άθερος δε μένεις».
                «Βαθιά τ' αυλάκια να φουντώσουνε τα στάχυα».
                «Δεύτερο αλέτρι, δεύτερο δεμάτι».
                «Μακριά βροντή, κοντά βροχή».
                «Ο καλός ο νοικοκύρης, ο λαγός και το περδίκι, όταν βρέχει χαίρονται».
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες καρπό πολύ δεν παίρνεις».
                «Οκτώβρης και δεν έσπειρες, σιτάρι λίγο θα 'χεις».
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες λίγο ψωμί θα πάρεις».
                «Οκτώβρης βροχερός, Οκτώβρης καρπερός».
                «Οκτώβρης-Οκτωβροχάκης το μικρό καλοκαιράκι».
                «Τ' άη - Δημητριού, τι είσαι ‘σύ και τι ΄μαι εγώ λέει το νιο κρασί στο παλιό».
                «Τ’ Αϊ Λουκά σπείρε τα κουκιά».
                «Τα σταφύλια τρυγημένα και τα σκόρδα φυτεμένα».


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

30 Ημερών. Το όνομά του προέρχεται από το λατινικό novem = 9 γιατί ήταν ο 9ος  μήνας του ρωμαϊκού νουμιανού ημερολογίου. Με το Νοέμβρη αντιστοιχεί ο αρχαίος μήνας Νημακτηρίων, ο αρχαίος αιγυπτιακός Αιθήρ και η περίοδος μεταξύ Μπριμέρ Φριμέρ της Γαλλικής επανάστασης. Οι Ρωμαίοι τον είχαν αφιερώσει στον Ποσειδώνα και γιόρταζαν τα Ποσειδώνια. Ο λαός τον αποκαλεί Βροχάρη (γιατί πέφτουν πολλές βροχές), Χαμένο (γιατί έχει τις μικρότερες σε διάρκεια ημέρες), Ανακατεμένο (από τον άστατο καιρό), Σκιγιάτης (σκιά, νύχτα), Κρασομηνάς (επειδή τότε άνοιγαν τα καινούρια κρασιά), Αγιομηνάς (του Αγ. Μηνά), Φιλιππιάτης (του Αγ. Φιλίππου), Αντριάς (του Αγ. Ανδρέα), Αϊ-Ταξιάρχης, Αρχαγγελίτης ή Αρχαγγελιάτης, Αϊ-Στράτης, Αϊ-Στράτηγος και Σποριάς  (μιας κι είναι ο καταλληλότερος μήνας για τη σπορά των σιτηρών) ή Μεσοσπορίτης (τότε οι περισσότεροι γεωργοί βρίσκονται στο μέσο της σποράς). Αυτόν τον μήνα αρχίζει τομάζεμα των ελιών.
                ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                Μάζεμα ελιών.
                Σπορά οσπρίων & σιτηρών.
                «Ξελάκωμα» στ’ αμπέλια.
                Υλοτομία.
                Καίνε τις ξερές μπαμπακιές.
                Μεταφέρονται οι κυψέλες στις οριστικές θέσεις τους για τον χειμώνα.
                ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                ΜΑΖΕΜΑ ΕΛΙΑΣ: Στην Αγιάσο της Λέσβου, στο τέλος της συγκομιδής, γινόταν ολόκληρη γιορτή. Ένας από τους ραβδιστές μπήγει ανάποδα το ραβδί του στη γη και του βάζει φωτιά, πιστεύοντας πως όταν λυγίσει το μακρύ ραβδί, θα λυγίσουν και οι ελιές του χρόνου από το βάρος των καρπών.
                Οι γυναίκες στύβουν τις ελιές, με το μαύρο ζουμί τους, αλείφουν το πρόσωπό τους και χορεύουν γύρω από τη φωτιά, πετώντας τα καλάθια τους με ευχές στο νοικοκύρη, να έχει του χρόνου περισσότερο καρπό και στις ανύπαντρες να παντρευτούν.
                Στις 3/11 Αίνο Θράκης, δεν άφηναν τα παπούτσια τους έξω από το σπίτι, όπως συνηθιζόταν αλλά τα έπαιρναν μέσα, «ίνα μη ιδών αυτά ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ, ενθυμηθεί αυτούς και αναλάβει εκ της ζωής»
                Στις 11/11 (του Αγ. Μηνά), οι τσοπάνηδες τον επικαλούνται για να βρουν ζώα που έχουν χάσει.
                Οι γυναίκες δεν ανοίγουν ψαλίδι, με τη μαγικοδεισιδαιμονική σκέψη «να’ ναι το στόμα του λύκου κλειστό», ή στο σπίτι του τσοπάνη έκαναν ένα σπάγκο από μαλλί του προβάτου και το έδεναν 3 φορές. Έτσι πίστευαν ότι ο λύκος δε θα έκανε κακό στο κοπάδι τους. Αλλά έτσι «έραβαν» και τα κακά στόματα του χωριού.
                Στις 26/11 (του Αγ. Στυλιανού), στον Βώλακα Δράμας, οι γυναίκες (όσες είχαν παιδιά) δεν δούλευαν, αλλά έβραζαν σιτάρι και το πήγαιναν στην εκκλησία και το μοίραζαν για υγεία, για να ζήσουν τα παιδιά.
                Στις 30/11 (του Αγ. Ανδρέα), οι γυναίκες στο Βόιο Κοζάνης, έκαναν τηγανίτες (λαγγίτες), «για να μην τρυπήσει το τηγάνι». Απ’ αυτές έτρωγαν όλοι και έδιναν και στα ζωντανά τους. 
                ΓΙΟΡΤΕΣ:
                «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» (17/11). Το «ξεφάντωμα της… ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ».
                «ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ» (21/11). Η ανάδειξη του θεϊκού γυναικείου στοιχείου στον Χριστιανισμό.
                ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Νοέμβρη οργώματα κι ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές».
                «Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβολάδες».
                «Η Πούλια βασιλεύοντας, το μήνυμά της στέλνει. Ούτε τσοπάνος στα βουνά ούτε ζευγάς στους κάμπους». 
                «Άι- Μηνάς εμήνυσε του πάππου του χειμώνα: -Έρχομαι ή δεν έρχομαι και τ' Άι- Φιλίππου αυτού είμαι».
                «Αν τ' Άη Φιλίππου λείπω, τ' Άγια, των Αγιών δε λείπω».
                «Ο άη- Μηνάς εμήνυσε, πούλια μη ξημερώσει».
                «Ο Νοέμβρης έκλεισε, τα ζευγάρια είν΄ στο στάβλο κι ούτε ζευγάς στον κάμπο».
                «Ο Νοέμβρης σαν θα έλθει τα γομάρια μέσα κλείνει».
                «Οποίος σπείρει τον Νοέμβρη ούτε σπόρο δεν Θα πάρει».
                «Όταν έρθει ο Νοέμβρης σιγομπαίνει ο χειμώνας».
                «Σ' τσι τριάντα, τ' Αγι-Αντριός, αντριεύεται το κρύο».
                «Της ελιάς το φύλλο κι αν χαθεί, πάλι θε να ξαναβρεθεί».
                «Τον Οκτώβρη τα κουδούνια, το Νοέμβρη παραμύθια».
                «Του Σαρανταμέρου η μέρα «καλημέρα» - «καλησπέρα».

               ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ

  Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο του Ρωμύλου ήταν ο 10ος μήνας (ντέτσεμ = δέκα) κι έχει 31 ημέρες. Η 21η του μήνα είναι η μικρότερη ημέρα του χρόνου, το «χειμερινό ηλιοστάσιο». Αντιστοιχεί προς τον Ποσειδώνα των αρχαίων. Θεωρείται ο ψυχρότερος μήνας του χρόνου. Λέγεται Χριστουγεννάς ή Χριστουγεννάρης ή Χριστουγεννιάτης (λόγω της μεγάλης γιορτής της χριστιανοσύνης), Γιορτινός (λόγω των πολλών θρησκευτικών γιορτών), Αϊ-Νικολιάτης ή Παππού-Νικόλας ή Νικολοβάρβαρα (από τη γιορτή του Αγ. Νικολάου & της Αγ. Βαρβάρας), Άσπρος μήνας ή Ασπρομηνάς, και Χιονιάς. Στη Μεσσηνία επιθυμούν πολλά χιόνια την ημέρα των Χριστουγέννων, που τα ονομάζουν Χριστόχιονα. Αρέσει πολύ στα παιδιά ο Δεκέμβρης, για τα χιόνια, τον χιονοπόλεμο, τον χιονάνθρωπο, τις διακοπές των σχολείων, τα κάλαντα και τα δώρα.
                ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                Επιδιόρθωση στάβλων.
                Καθάρισμα χωραφιών από θάμνους.
                Φυτεύουνε κρεμμυδάκια.
                Σκέπασμα κυψελών.
                Αρχίζει η γαλακτοπαραγωγή.
                Τελειώνει το καθάρισμα του κρασιού κι ανοίγουν τα βαρέλια.
                ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
               ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ: Τους συναντάμε με πολλά ονόματα: καλιβρούσηδες, καλακάντζουρα, λυκοκάντζαροι, κακανθρωπίσματα, παγανά &  εξαποδώ.
                Όντα δαιμονικά, άσχημοι, μαύροι, με μάτια κόκκινα, τριχωτοί, με πόδια τραγίσια, ήταν τα κυρίαρχα όντα του Δωδεκαημέρου, πειράζοντας τους ανθρώπους από την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν αφήνοντας τα έγκατα της γης, έβγαιναν στο απάνω κόσμο, μέχρι την παραμονή των Θεοφανίων, οπότε περίτρομοι έφευγαν στην παρουσία του παπά που άγιαζε. Όλο τον χρόνο πολεμούν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη, όταν όμως πλησιάζει η στιγμή που θα το κόψουν τελείως, μια τσεκουριά μένει, βγαίνουν στη γη να κάνουν σκανδαλιές, περιμένοντας ότι θα πέσει πια μόνο του, όμως γεννάται ο Χριστός και αμέσως το δέντρο ξαναγίνεται.
                Μπαίνουν στα σπίτια απ’ τις καμινάδες που η φωτιά τους έχει σβήσει.
                Αρχηγός τους είναι ο Μαντρακούκος, που είναι κουτσός κι άγριος και ο πιο επικίνδυνος απ’ όλη την ομάδα. Ακολουθεί ο Μαγάρας, με την τεράστια κοιλιά του, ο οποίος μαγαρίζει όλα τα φαγητά και τα γλυκά. Επίσης έρχεται ο Κωλοβελόνης, που είναι αδύνατος και σουβλερός σα μακαρόνι και περνά από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες. Άλλος είναι ο Κοψαχείλης με τεράστια κοφτερά δόντια, που κρέμονται από το στόμα του. Κανένας δεν μοιάζει με τον άλλο και έχει ο καθένας το κουσούρι του.
                Για να εξευμενίσουν οι άνθρωποι τα πειρακτικά αυτά πλάσματα, άφηναν γλυκά σ’ ένα σημείο του σπιτιού ή προσπαθούσαν να τα κάνουν ακίνδυνα, με διάφορους τρόπους. Τοποθετούσαν π.χ. ένα κόσκινομπροστά από την πόρτα του σπιτιού, ώστε μέχρι να μετρήσει ο καλικάντζαρος από περιέργεια τις τρύπες, να λαλήσει ο πετεινός, οπότε αυτοί έτρεχαν να εξαφανιστούν.
                Το αποτελεσματικότερο μέσο για να κρατηθούν μακριά οι καλικάντζαροι και κάθε άλλο δαιμόνιο θεωρήθηκε η φωτιά. Γι’ αυτό και όλο το Δωδεκαήμερο έμενε συνεχώς το τζάκι αναμμένο και μάλιστα με ξύλα αγκαθωτά (για να έχει η φωτιά μεγαλύτερη δύναμη). Παλιά οι γιαγιάδες έκαιγαν στα τζάκια παλιοτσάρουχα. Η άσχημη μυρωδιά τους έκανε τους καλικάντζαρους να φεύγουν.
                Την ημέρα των Θεοφανίων πρέπει να φύγουν. Όταν ο παπάς αγιάζει φωνάζουν:
                              «Φεύγετε, να φεύγουμε, γιατί θα ‘ρθει ο παπάς
                              με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του»

                ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ: Τα κάλαντα, όπως ξέρουμε, είναι τα δημώδη εορταστικά και θρησκευτικά άσματα, που τραγουδούσαν κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
                Από τη βυζαντινή εποχή ψέλνονταν κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και σήμερα, από συντροφιές παιδιών, που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έπαιρναν φιλοδωρήματα.
                Η λέξη «κάλαντα» προέρχεται από το λατινικό CALENDA, που σημαίνει πρώτη εκάστου μηνός. Το δε γνωστό «εις τας ελληνικάς καλένδας» είναι ίσον με το «ουδέποτε», γιατί οι Έλληνες δεν είχαν καλένδας», αλλά μόνον οι Ρωμαίοι. Από κει προήλθε και η νέα λέξη κάλαντα, που ψέλνονται κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς.
                Τα σημερινά κάλαντα, που ψέλνονται, καθώς και τα λοιπά θρησκευτικά άσματα, έχουν στενή συγγένεια με την αρχαία λατρεία ή τα παλαιά έθιμα της ομηρικής εποχής και των μετέπειτα χρόνων. Έχουν το ίδιο θέμα προς τα σημερινά κάλαντα, ως προς την σύνθεση, τον  χαρακτήρα και την ουσία των συναισθημάτων που εκδηλώνονται. Η διαφορά μεταξύ των σημερινών και των αρχαίων σχετικών τραγουδιών είναι, ότι ο τρόπος της εκδηλώσεως των σημερινών είναι πιο ζωηρός. Το αξιοπερίεργο είναι ότι τόσο στα αρχαία όσο και στα σημερινά τραγούδια, οι έπαινοι και τα εγκώμια είναι ίδια και ίδιες οι ευχές για την ευτυχία του σπιτιού, που απευθύνονται από τους μικρούς ψάλτες της πατρίδας μας.
                Τα παιδιά από νωρίς άρχιζαν, συντροφιές - συντροφιές να περιέρχονται τα σπίτια, για τα κάλαντα και να φιλοδωρούνται με πεντάρες, δεκάρες και σπάνια εικοσάλεπτα, τα οποία τότε είχαν αξία. Αργότερα τα φιλοδωρούσαν πενηντάλεπτα ή δραχμές. Τους πρόσφεραν επί πλέον και γλυκίσματα.
                Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, μετά τη λειτουργία και πάλιν θα περιέλθουν όλα τα σπίτια - εκτός από εκείνα που είχαν πένθος. Την βασιλόπιτα την έκοβαν το μεσημέρι, οπότε και μοιράζονταν τα δώρα στα παιδιά. Λίγες οικογένειες, μετά τα μεσάνυκτα, με την ανατολή του νέου έτους και αφού έσβηναν και άναβαν τα φώτα και έψαλλαν τα κάλαντα όλοι οι παρευρισκόμενοι «εν χορώ» και αφού αντάλλαζαν τις αρμόζουσες ευχές, έκοβαν τη βασιλόπιτα, σε τόσα τεμάχια όσα και τα παριστάμενα πρόσωπα. Ενώ η πίττα που θα έκοβαν το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς περιοριζόταν στα μέλη της οικογενείας και μόνον. Συντροφιές νέων περιέρχονταν τα σπίτια και έψαλλαν τα κάλαντα του Αγίου Βασιλείου με ανάλογα παινέματα, με επωδό: «Εμείς  δεν ήρθαμε εδώ να  φάμε και να πιούμε  Μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε».

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ:
Καλήν ημέρα άρχοντες, κι αν είναι ο ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση, να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλει.
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρετ’ η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο Βασιλεύς των ουρανών, ο ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το Δόξα εν Υψίστοις
και τούτο άξιον εστί, η των ποιμένων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.
Έφθασαν στην Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτούσιν,
Που εγγενήθη ο Χριστός να παν΄ να τον ιδούσιν.
Όταν ο Ηρώδης τάμαθε αμέσως εταράχθη,
γιατί πολύ φοβήθηκε δια  την βασιλείαν,
μη του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξίαν.
Κι αμέσως εδιάτεξε σφαγή να γίνει αγρία
Τα βρέφη όλα να σφαγούν εις πόλιν την αγία.
Αλλ΄ άγγελος εξ ουρανού είπε στην Παναγίαν,
Για ν΄ αποφύγη του κακού Ηρώδη την μανίαν.
Πάρε το βρέφος το ιερόν και φρόντισε να πάτε,
Εις Αίγυπτον εκεί μακρυά κι εκεί να ησυχάστε.
Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό, πέτρα να μην ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει
.

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, άγιος και πνευματικός
στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται
Από την Καισαρεία, συ σ’ αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί, ζαχαροπλάστη ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι, δες και με-δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε, την μοίρα του την έλεγε
Και το χαρτί εμίλιε, άσπρε μου χρυσέ μου κρίνε.
-Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις
Και δεν μας συντυχαίνεις;
-Από της μάνας μου έρχομαι, το λέω και δεν ντρέπομαι
και στο σχολείο μου πάω πέστε μου τι θες να κάμω;
-Αφού πηγαίνεις στο σχολειό, πες μας την Άλφα - Βήτα,
Νάχης τον Θεό βοήθεια…
Και στο ραβδί του ακούμπησε να πει την Άλφα - Βήτα,
Ωσάν Άγιος που ήταν.
Χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί, χλωρά βλαστάρια πέτα,
Κι απάνω στα βλαστάρια του, μαύρα είν΄ τα μάτια του,
Πέρδικες κελαδούσαν
Μον΄ και περιστεράκια, μαύρα μου γλυκά ματάκια.

ΠΑΙΝΕΜΑΤΑ
Εσένα αφέντη πρέπει σου καρέγλα βελουδένια
Για ν΄ ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια.
Πολλά ΄παμε τα΄ αφέντη μας ας πούμε της κυράς
Κυρά λιγνή, κυρά ψηλή κυρά γαϊτανοφρύδα
Πουχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
Και του κοράκου το φτερό έχεις γατανοφρύδι.
Πολλά ΄παμε και της κυράς ας πούμε και στην κόρη.
Έχεις και γιο και μονογυιό, το γιο τον κανακάρη
Αν είναι και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα κι αμπέλια τρυγημένα
Γυρεύει και τη θάλασσα μ΄ όλα της τα καράβια
Γυρεύει και τον κυρ Βοριά να τα καλαρμενίζει.
Πολλά ΄παμε της κόρης μας ας πούμε και του γιου μας,
Έχεις και γιο και μονογυιό, το γιο τον κανακάρη
Που λούζεται, χτενίζεται και στο σχολειό πηγαίνει
Τον έβγαλε ο δάσκαλος να πει την άλφα - βήτα
Και ξέφυγε το χέρι του  και έχυσε το μελάνι
Και λέρωσε τα ρούχα του τα καλοκεντημένα.
Δεν έχω άλλα να σου πω, μόνο να ζεις και νάσαι
Τον άνδρα σου να χαίρεσαι και καλομοίρα να΄σαι.

ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ:
Σήμερα είν’ τα Φώτα κι ο φωτισμός,
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός (δις).
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθεται η Παναγία η Δέσποινα.
Με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα
και τον Άγιο Γιάννη παρακαλεί:
_Άγιε μου Γιάννη και Πρόδρομε,
δύνασαι βαφτίσεις θεού παιδί,
και να παραδώσεις Χριστού ψυχή;
_Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Αύριο θ’ ανέβω στους ουρανούς,
να καταπατήσω τα είδωλα…
                Τα παιδιά τραγουδούσαν σκωπτικούς στίχους, όταν κάποια πόρτα παρέμενε κλειστή και οι νοικοκυραίοι δεν άνοιγαν, για να μη δώσουν το μποναμά τους στα παιδιά:
Τόσο βαρύ ‘ναι το πάπλωμα και δεν παίρνεις χαμπάρι
Κι απ’ έξω από την πόρτα σου, καράβι βολτετσάρει.
Τόσα τραγούδια είπαμε κι η πόρτα δεν έχει ανοίξει
Αν τα ‘λεγα στον ουρανό, χρυσάφι θα ‘χε ρίξει.
               «ΣΠΑΡΓΑΝΑ» (Ζαγόρι Ηπείρου). Τηγανίτες, με πολλά καρύδια επάνω, τις οποίες φτιάχνουν τα ξημερώματα των Χριστουγέννων.
                «ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙΑ» Έθιμο πανάρχαιο, με θυσιαστικό χαρακτήρα, προς τιμή του Κρόνου, που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση καλής εσοδείας. Αυτός ο χαρακτήρας, τα μαντέματα κι άλλες μαγικές ενέργειες τα καθιστούν από τα πιο ενδιαφέροντα έθιμα του λαϊκού εορτολογίου.
                Η σφαγή του χοίρου στο τέλος του έτους ή σε άλλες σημαντικές για την καλοχρονιά περιστάσεις-απόκριες, ημέρα του Αγ. Φιλίππου-είναι αρχαία συνήθεια του ελληνορωμαϊκού κόσμου, που επέζησε μέσα στους αιώνες.
                Η εκτροφή χοίρου εξασφάλιζε στην οικογένεια κρέας και λίπος για ολόκληρη τη χρονιά. Κάθε αγροτική οικογένεια, εκτός από τις πολύ φτωχές, διατηρούσε έναν ή περισσότερους χοίρους. Ήταν πλήγμα η αδυναμία εκτροφής τουλάχιστον ενός χοίρου.
                Το σφάξιμο γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και ήταν έργο του αρχηγού της οικογένειας. Ο θύτης πριν από το πλήγμα, χάραζε το σημείο του σταυρού στο λαιμό του ζώου, ενώ κάποιος από τους παριστάμενους έλεγε το «Πιστεύω» ή το «Πάτερ ημών». Από το αίμα του ζώου «έγραφαν» ένα σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών ή και των ζώων-για τον πονοκέφαλο ή τη θερμασιά, αντίστοιχα. Επίσης, στον Εγρήγορο της Ρόδου, άλειφαν τα πέλματα των ποδιών για να μην ξεπαγιάζουν, σαν φάρμακο για τις χιονίστρες. Κάρφωναν το ρύγχος του χοίρου στον τοίχο ή επάνω από την πόρτα για να αποδιώχνει τους καλικάντζαρους κι από τη σπλήνα και το συκώτι του, μάντευαν το μέλλον της οικογένειας. Τέλος θυμιάτιζαν το ζώο με λιβάνι και χαμομήλι, και έβαζαν στο στόμα του ένα από τα πόδια του. Όλες αυτές οι δραστηριότητες είχαν καθαρτήριες & αποτρεπτικές ιδιότητες.
                ΚΑΡΤΕΣ: Οι χριστουγεννιάτικες και πρωτοχρονιάτικες κάρτες, λειτουργούν ως επικοινωνιακοί αγγελιοφόροι χριστουγεννιάτικων και πρωτοχρονιάτικων μηνυμάτων και αποτελούν αναπόσπαστο συμπλήρωμα των εορτών.
               Στις κάρτες απεικονίζονται κατά κύριο λόγο η γέννηση του Χριστού με τη φάτνη, οι τρεις μάγοι με τα δώρα, άγγελοι και αστέρια.
               Το στερεότυπο μικρό κείμενο των καρτών είναι "Καλά Χριστούγεννα και Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος".
               Η χριστουγεννιάτικη κάρτα θεωρείται ότι είναι αγγλική επινόηση.
               Την πατρότητά της διεκδικεί αρχικά ο Γουίλιαμ 'Εντλεϊ, ο οποίος φέρεται ως ο σχεδιαστής της πρώτης κάρτας το 1842, που είναι σήμερα έκθεμα του Βρετανικού Μουσείο.
               Μερικά χρόνια αργότερα η μόδα της κάρτας έφτασε στην Αμερική, στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία. Η Δανία θεωρείται ότι είναι η πιο φημισμένη χώρα στις πωλήσεις των καρτών. Διακινεί κάθε χρόνο 50.000.000 κάρτες.
               Στην Ελλάδα οι κάρτες παρουσιάστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα από Έλληνες μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και στην Αυστραλία.
               Σήμερα βέβαια με την εξέλιξη της τεχνολογίας, το internet ξεφεύγει από τον παραδοσιακό τρόπο επιστολής κάρτας-αυτόν του ταχυδρομείου.
               Με έναν μεγάλο αριθμό ηλεκτρονικών διευθύνσεων καταργεί τις αποστάσεις και βοηθάει να στείλετε τις ευχές σας στα αγαπημένα σας πρόσωπα, όπου κι αν βρίσκονται αυτά.
               «ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ». Το σύμβολο της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων, αποτελεί ιδιαίτερη φροντίδα κάθε νοικοκυράς. Το σχήμα του συνήθως είναι στρογγυλό, υπάρχουν όμως και διαφοροποιήσεις κατά τόπους. Π.χ. στην Ιθάκη είναι μακρόστενο και σχηματίζει τη μορφή μικρού παιδιού που παριστάνει το Χριστό στα σπάργανα όπως λένε, ενώ στην Πετρούσα της Δράμας, πάνω στο ολοστρόγγυλο ψωμί πλάθουν και τοποθετούν στη μέση και ένα μικρότερο. Το μεγάλο κουλούρι συμβολίζει τη σπηλιά που γεννήθηκε ο Χριστός, το δε μικρό τον ίδιο τον Χριστό. Ιδιαίτερα προσεγμένη και η διακόσμησή του: Συνήθως στη μέση της επιφάνειάς του κολλούν ένα σταυρό από ζυμάρι, στο κέντρο και στις άκρες του οποίου βάζουν καρύδια και αμύγδαλα, σύμβολο πλούσιας καρποφορίας. Επίσης τα σχέδια του έχουν άμεση σχέση με την ασχολία του νοικοκύρη: βόδια, αλέτρι και αλώνι (αν είναι γεωργός), πρόβατα, κατσίκια και στάνη (αν είναι τσοπάνης), κυρίως οι Σαρακατσάνοι. Το Χριστόψωμο κατέχει ξεχωριστή θέση στο τραπέζι, το οποίο σε αρκετά μέρη στρώνεται από την παραμονή και λέγεται και «τραπέζι της Παναγιάς».
               ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ. Σύμφωνα με τους περισσότερους λαογράφους, το έθιμο αυτό ήρθε στην Ελλάδα, μάλλον, την εποχή του Όθωνα (πρώτα στο Ναύπλιο και μετά στην Αθήνα), από τη δύση (Γερμανία ή Αγγλία). Προϋπήρχε όμως στο Βυζάντιο από τον 6ο αιώνα. Παλαιότερα για τη διακόσμηση των σπιτιών χρησιμοποιούσαν κλαριά από δέντρα. Η χρήση τους συμβόλιζε το τέλος του χειμώνα, την αναβλάστηση και την καινούργια ζωή, γι’ αυτό και τα κλαριά έπρεπε να είναι καταπράσινα και από φυτά αειθαλή. Τα κλαριά (δάφνης, λεμονιάς, κουμαριάς, σκίνου, μυρτιάς και ελιάς) στολίζονταν με φρούτα, ξηρούς καρπούς και νομίσματα, τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο ή βαμμένα με χρυσομπογιά. Αργότερα, οι πραματευτάδες (γυρολόγοι) πούλαγαν στα πανηγύρια και στα παζάρια στολίδια του δέντρου από χαρτί, ζυμάρι και γύψο. Ειδικά για τα γύψινα στολίδια χρησιμοποιούσαν γερμανικές σιδερένιες φόρμες για σοκολάτες και έφτιαχναν τα ζώα της φάτνης, αγιοβασίληδες κ.α., που τα χρωμάτιζαν με όμορφα χρώματα και τα πουλούσαν στους πάγκους τους μαζί με τα παιχνίδια.
                ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΞΥΛΟ (Μακεδονία). Στα χωριά της Β. Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών, ο νοικοκύρης έψαχνε στα χωράφια και διάλεγε το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο, από πεύκο ή ελιά και το πήγαινε στο σπίτι του. Αυτό ονομαζόταν Χριστόξυλο και ήταν το ξύλο που θα έκαιγε για όλο το Δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα φώτα) στο τζάκι του σπιτιού.
                Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φρόντιζε να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθάριζαν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι.
                Έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα ήταν μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης θα άναβε την καινούργια φωτιά και έμπαινε στην πυροστιά το Χριστόξυλο.
                Ο λαός λέει, ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός, εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν να καίει το Χριστόξυλο μέχρι τα φώτα.
               «ΤΑ ΚΑΡΥΔΙΑ» (Ήπειρος). Την ημέρα των Χριστουγέννων, τα παιδιά, κορίτσια και αγόρια, παίζουν το παιχνίδι «ΚΑΡΥΔΙΑ». Το παιχνίδι είναι ομαδικό και παίζεται ως εξής:
                Κάποιο παιδί χαράζει μ’ ένα ξυλάκι στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σ’ αυτή, κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή - σειρά των καρυδιών, σκυφτός, με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, σημαδεύει κάποιο από τη σειρά των καρυδιών.
                Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή, το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά, σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχιζόταν μέχρι να τελειώσουν όλα τα καρύδια της σειράς…
               ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ (31/12). Τα παιδιά άφηναν μπροστά από το τζάκι τα παπούτσια τους ή αν δεν άναβε, κρεμούσαν εκεί τις κάλτσες τους. Υποτίθεται ότι, εκεί θα άφηνε ο Αγ. Βασίλης τα δώρα τους. Σήμερα πια, τα δώρα των παιδιών, τοποθετούνται κάτω απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
               «ΟΙ ΚΟΛΟΝΙΕΣ» (Κεφαλονιά). Στην Κεφαλονιά,καθώς και στα άλλα νησιά των Επτανήσων,Κέρκυρα,Ζάκυνθο κλπ.οι κάτοικοί τους χαίρονται με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο,τις άγιες ημέρες του Δωδεκαήμερου.
                Οι άνθρωποι γιορτάζουν πηγαίνοντας στην εκκλησία,τρώγοντας,πίνοντας,τραγουδώντας,αλλά και κάνοντας αστεία ο ένας στον άλλον.
                Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς,το βράδυ,οι κάτοικοι του νησιού γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του νέου χρόνου, κατεβαίνουν στους δρόμους κρατώντας μπουκάλια με κολώνιες και ραίνουν ο ένας τον άλλον τραγουδώντας:
               "Ήρθαμε με ρόδα και με ανθούς να σας ειπούμε χρόνους πολλούς."
                Και η τελευταία ευχή του χρόνου που ανταλάσσουν είναι: "Καλή Αποκοπή", δηλαδή με το καλό να αποχωριστούμε τον παλιό χρόνο.
                Το πρωί της Πρωτοχρονιάς η μπάντα του δήμου περνάει από όλα τα σπίτια και τραγουδάει καντάδες και κάλαντα.
                           "Πάλιν ακούσατε άρχοντες πάλι να σας ειπούμε,
                                 ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρούμε
                                και να πανηγυρίζουμε Περιτομήν Κυρίου,
                              την εορτή του Μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου".
                ΓΙΟΡΤΕΣ:
                ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (25/12). Η λύτρωση του ανθρώπου από την αμαρτία. Ο Υιός του Θεού έρχεται στη γη, δίνοντας τη μεγαλύτερη ευκαιρία στον άνθρωπο: να μπει στην Βασιλεία των Ουρανών… Πώς; Μα με… αγάπη!  Η γέννηση του Χριστού κανονίστηκε το 354 μ.Χ. να εορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου, την ίδια μέρα που γιορταζόταν η γέννηση του παλαιού Θεού Μίθρα, του «αήττητου Θεού Ήλιου» που ήταν θεός όλων των ηλιακών θεοτήτων της ειδωλολατρίας. Με την αλλαγή και την στροφή των ανθρώπων προς άλλους θεούς, ο «Αήττητος Θεός Ήλιος», έπεσε και τη θέση του την πήρε ο «Ήλιος της Δικαιοσύνης» ο Χριστός.
               ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ή ΣΑΝΤΑ ΚΛΑΟΥΣ: Για τις χώρες της Δύσης αυτός που φέρνει τα δώρα στους φτωχούς και τα παιδιά είναι ο Άγιος Νικόλαος ή Santa Clause, τον οποίο στην Ελλάδα γιορτάζουμε στις 6 Δεκεμβρίου και τον θεωρούμε προστάτη των Ναυτικών. Στην Ιστορία του Αγίου Νικολάου, ως προστάτη των φτωχών και των παιδιών, οι λαοί του βορρά ανάμιξαν και στοιχεία από αρχαιότερους μύθους, όπως τα ξωτικά, το άστρο του βορρά, το έλκηθρο. Έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος του Σάντα Κλάους, ενός ευτραφούς τύπου με στρογγυλά γυαλιά λευκά γένια, κόκκινη στολή και μαγικές ικανότητες, ο οποίος κατοικεί στο Βόρειο Πόλο και περιστοιχίζεται από νεράιδες του χιονιού και ξωτικά. Ο Άγιος Νικόλαος εικονογραφείται στην ορθόδοξη παράδοση, ως γέροντας, ασπρογένης επίσκοπος και επειδή την πρώτη του Γενάρη γιορτάζει ο Άγιος Βασίλειος και συνηθίζουμε να προσφέρουμε δώρα την Πρωτοχρονιά, συνδυάστηκε το όνομα του εορτάζοντος Αγίου Βασιλείου με τη μορφή του άλλου Αγίου, του Αγίου Νικολάου, ο οποίος θεωρείται στη Δύση ως ο καλός παππούς Άγιος, που μοιράζει τα δώρα.
               ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Χιόνι του Δεκεμβριού, χρυσάφι του καλοκαιριού».
                «Το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι».
                «Η αγία Βαρβάρα βαρβαρώνει (το κρύο), ο αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο αϊ-Νικόλας παραχώνει».
                «Να ‘ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα και τα Λαμπρά βρεχούμενα, τα αμπάριαγεμισμένα».
                «Άγια Βαρβάρα γέννησε [το χιόνι] και ο Σάββας το εδέχθη, και ο Αϊ Νικόλας έτρεξε να πάει να το βαφτίσει».
                «Άγια Βαρβάρα μίλησε και ο Σάββας απλοήθη , μαζώχτε ξύλα και άχυρα και σύρτε και στονμύλο Άγιο Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος».
                «Αγια Βαρβάρα μίλησε και Σάββας αποκρίθει κι Αγιονικόλας έτρεξε να πάει να λειτουργήσει».
                «Απ’ τα Νικολοβάρβαρα αρχίζει ο χειμώνας».
                «Γύρω γύρω του Χριστού, η κορφή του χειμωνιού».
                «Δεκέμβρη μου, με πάγωσες και πώς να ξεπαγιάσω».
                «Δεκέμβριος, Χριστού γέννηση και καλός μας Χρόνος».
                «Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβολάδες».
                «Το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι.
                «Χειμωνιάτικη γέννα, καλοκαιρινή χαρά».
                «Χιόνι του Δεκεμβρίου, χρυσάφι του καλοκαιριού».

ΠΗΓΗ  :  ΒΑΧΤΣΑΒΑΝΗΣ Π.