http://aaxou.blogspot.gr

http://aaxou.blogspot.gr-ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ ΕΚΠ/ΚΩΝ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ...ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΑΛ. ΧΟΥΛΙΑΡΑ...Μέσα σε ένα σύγχρονο και συνεχώς εξελισσόμενο περιβάλλον ο δάσκαλος σήμερα καλείται να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις και προκλήσεις της εποχής. Μέσα σ΄αυτές είναι και ο νέος ψηφιακός κόσμος που μας αγκαλιάζει όλους . Στο καινούριο αυτό περιβάλλον θέλοντας να ανταποκριθώ στις νέες προοπτικές που ανοίγει η τεχνολογία, επιχειρώ μέσα από τον ιστότοπο αυτό να προβάλλω τη δική μου ταυτότητα, να δώσω το δικό μου στίγμα πιστεύοντας πως οι φωνές μας , οι φωνές των παιδιών μας είναι αυτές που μπορούν να υποσχεθούν έναν καλύτερο και γεμάτο αισιοδοξία κόσμο. Με τιμή ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΛ. ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ..ΔΑΣΚΑΛΟΣ ...Η παιδεία είναι πανηγύρι της ψυχής, γιατί σ' αυτήν υπάρχουν πολλά θεάματα και ακούσματα της ψυχής...Σωκράτης...Αθηναίος φιλόσοφος.. .

ΠΡΟΣΦΑΤΑ...1

ΠΡΟΣΦΑΤΑ...2

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Το απίθανο ταξίδι των χελιών


Τα χέλια είναι τα ελάχιστα όντα, που περνούν από το άνοιγμα του Αμβρακικού και το Γιβραλτάρ.

 Τα ασημόχελα, πια, ενηλικιώνονται και ωριμάζουν σεξουαλικά πραγματοποιώντας ένα απίθανο ταξίδι που διαρκεί έναν χρόνο. Το σήμα δίνεται μια «χελοβραδιά», τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο - λιγότερο τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο - όταν το φεγγάρι βρίσκεται στο τελευταίο τέταρτό του και στην αρχή του νέου, φυσά δυνατός νοτιάς, βρέχει και το σκοτάδι είναι έντονο. Σε όλη τη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού τους τα χέλια δεν τρώνε, μόνο ακουμπούν το ένα το άλλο με την ουρά τους.
Ετσι φτάνουν στον βόρειο Ατλαντικό, στη θάλασσα των Σαργάσσων, για να ζευγαρώσουν στο κέντρο των μεγάλων θαλάσσιων ρευμάτων. Αυτό είναι το δεύτερο μεγάλο ταξίδι τους. Το πρώτο ήταν όταν νεαρά γυαλόχελια ακόμη μπήκαν στο ρεύμα από τη θάλασσα των Σαργάσσων που γεννήθηκαν και ήλθαν στον Αμβρακικό, όπου έμειναν από 8 ως 14 χρόνια για τα αρσενικά και 10 ως 18 χρόνια για τα θηλυκά, μέχρι να γίνουν κιτρινόχελα και μετά ασημόχελα για να πραγματοποιήσουν το ταξίδι της επιστροφής.
Είναι τόσο θαυμαστό αυτό το ταξίδι των χελιών για τη διαιώνιση του είδους, που φαντάζει πολύ ταπεινό να σκεφτούμε ότι αποτελούν έναν εξαιρετικό μεζέ. Μάλιστα οι ψαράδες τα πιάνουν στα στόμια των λιμνοθαλασσών, την ώρα που ξεκινούν το μεγάλο ταξίδι τους προς τη θάλασσα. Αν και τόσο νόστιμα, καταναλώνονται γύρω από τους χελότοπους και κυρίως εξάγονται σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης.

Που πάνε και χάνονται τα χέλια;
Πού καταλήγουν τα χέλια; Μερικά απ’ αυτά στην... κατσαρόλα. Όσο για τα υπόλοιπα, η επιστήμη του 20ού αιώνα, η οποία καταφέρνει να στέλνει διαστημικά λεωφορεία στον Άρη και να μελετά υποθαλάσσια ηφαίστεια, δεν είναι σε θέση να δώσει την απάντηση. Όλες οι προσπάθειες να μάθουμε το πού καταλήγουν αυτά τα μυστηριώδη ψάρια απέτυχαν. Ας δούμε όμως τι ακριβώς γνωρίζουμε γι’ αυτά. Τα ευρωπαϊκά χέλια (επιστημονική ονομασία Anguilla anguilla) ξεκινούν το ταξίδι τους από τη Θάλασσα των Σαργάσσων, ως πλαγκτονικές προνύμφες, που θυμίζουν φύλλα ιτιάς και ονομάζονται «λεπτοκέφαλοι». Το ταξίδι τους, εφτά χιλιάδων χιλιομέτρων, διευκολύνεται από το ρεύμα του Κόλπου και διαρκεί περίπου δύο με τρία χρόνια.
Αφού περάσουν τα στενά του Γιβραλτάρ, οι λεπτοκέφαλοι διασκορπίζονται στη Μεσόγειο και φτάνουν στις εκβολές των ποταμών. Εκεί ξεκινούν την καινούρια τους ζωή ως ψάρια του γλυκού νερού. Η μορφή τους είναι νηματοειδής και διαφανής και το μήκος τους αγγίζει τα 15 εκατοστά.
Τα χέλια αποφασίζουν ποιο φύλο θα πάρουν μόνο όταν το μήκος τους φτάσει στα είκοσι με τριάντα εκατοστά. Τα αρσενικά είναι πιο κοντά (μέχρι τα πενήντα εκατοστά) και καταλήγουν στις λιμνοθάλασσες και σε ήσυχα κοιλώματα των ποταμών. Τα θηλυκά φτάνουν στο ενάμισι μέτρο. Αναπλέουν σε ποτάμια και χειμάρρους που βρίσκονται σε υψόμετρο μέχρι και χιλίων μέτρων. Μετά διασκορπίζονται σε βάλτους, λιμνούλες και ρυάκια. Για να μπορέσουν να τραφούν με μικρά έντομα, σκουλήκια, κοχύλια, γυμνοσάλιαγκες ή καβούρια, το στόμα τους στενεύει. Γι’ αυτό το λόγο ονομάζονται «χέλια με μυτερό κεφάλι». Αντίθετα, όταν κυνηγάνε μεγαλύτερα ψάρια μετατρέπονται σε «χέλια με πλατύ κεφάλι». Ωστόσο, οι επιστήμονες δε γνωρίζουν ακόμα ποια είναι η αιτία και ποιο το αποτέλεσμα αυτών των μεταλλάξεων.
Λιπώδη αλλά αόρατα
Μετά από οχτώ, καμιά φορά και 15 χρόνια, το βιολογικό τους ρολόι ωθεί τα χέλια να επιστρέψουν στη θάλασσα. Η ράχη τους γίνεται πιο σκούρα, ενώ τα πλευρά και η κοιλιά τους αποκτούν άσπρες και ασημένιες αποχρώσεις. Τα χέλια καταβροχθίζουν με βουλιμία την τροφή τους. Όταν το 1/3 του σώματός τους φτάσει να αποτελείται από λίπος, σταματούν να τρέφονται. Το ρύγχος τους μικραίνει, ο εντερικός τους σωλήνας στενεύει και τα μάτια τους γίνονται τεράστια για να μπορούν να βλέπουν στο σκοτεινό βυθό. Αν ξεραθούν οι βάλτοι στους οποίους έχουν εγκατασταθεί, τα χέλια διασχίζουν λιβάδια και κάμπους μέχρι να φτάσουν στους ποταμούς. Τα βράγχιά τους έχουν πολύ στενό στόμιο ώστε να μη ξεραίνονται.
Το ένστικτο είναι εκείνο που καθοδηγεί τα χέλια και τα βοηθά να επιβιώσουν. Φτάνοντας στο αλμυρό νερό, τα χέλια βυθίζονται κι εξαφανίζονται. Υποθέτουμε ότι επιστρέφουν στη Θάλασσα των Σαργάσσων για να ζευγαρώσουν προτού πεθάνουν. Όμως κανένας δεν κατάφερε ακόμα ν’ αποδείξει αυτή τη θεωρία, αφού στον Ατλαντικό δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα χέλι έτοιμο να γεννήσει αβγά.
Μάθαμε πως τα χέλια προέρχονται από τη Θάλασσα των Σαργάσσων χάρη στο  πρωτοποριακό εγχείρημα του Γιοχάνες Σμιτ. Ήταν ο πρώτος που, το 1904, άρχισε ν’ ακολουθεί τους λεπτοκέφαλους. Όσο ο Δανός ιχθυολόγος πλησίαζε στο βορειοδυτικό μέρος του Ατλαντικού, παρατηρούσε ότι οι λεπτοκέφαλοι που πιάνονταν στα δίχτυα του ήταν όλο και μικρότεροι ώσπου, το 1922, η αποστολή του Σμιτ έφτασε στη Θάλασσα των Σαργάσσων. Εκεί οι πλαγκτονικές προνύμφες φαίνονταν σαν να είχαν μόλις σκάσει απ’ το αβγό. Όμως πού ήταν τ’ αβγά και πώς βρέθηκαν εκεί;
Χέλια του σωλήνα
Ήταν πολύ αργότερα, το 1974, όταν μερικοί Ιάπωνες ερευνητές κατάφεραν να πάρουν αβγά από ένα θηλυκό χέλι και να τα γονιμοποιήσουν τεχνητά. Τα αβγά είχαν διάμετρο 1,2 χιλιοστά και κρόκο ελαιώδη. Όμως τα χέλια του σωλήνα πέθαναν σχεδόν αμέσως από την πείνα. Ακόμα και σήμερα κανένας δε γνωρίζει με τι τρέφονται οι πλαγκτονικές προνύμφες κατά τη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού τους στον ωκεανό. Στο πεπτικό τους σύστημα δε βρέθηκε ποτέ τροφή. Μήπως τρέφονται με κάποιο είδος ζελατινώδους πλαγκτόν το οποίο, εξαιτίας της σύστασής του, δεν αφήνει ίχνη στο έντερο; Ή μήπως οι πόροι του δέρματός τους απορροφούν τις ελεύθερες οργανικές ουσίες που αιωρούνται μέσα στο νερό; Αυτό που επίσης παραμένει ανεξήγητο είναι το πού πηγαίνουν τα ευρωπαϊκά χέλια για να ζευγαρώσουν, ν’ αφήσουν τ’ αβγά τους και να πεθάνουν. Η Θάλασσα των Σαργάσσων έχει βάθος πέντε χιλιάδες μέτρα. Ακόμα κι αν κάποιος περιοριζόταν στο να ψάξει μέχρι το βάθος των δύο χιλιομέτρων, θα έπρεπε να ανιχνεύσει δύο εκατομμύρια κυβικά χιλιόμετρα νερού. Επειδή όμως αυτό είναι πρακτικά αδύνατο, ο ιχθυολόγος Φρίντριχ Βίλχελμ Τετς, το 1981, εφάρμοσε μια άλλη μέθοδο: μετέφερε κι άφησε ελεύθερα στη Θάλασσα των Σαργάσσων τέσσερα θηλυκά χέλια γεμάτα αβγά και εφοδιασμένα με αισθητήρες ανίχνευσης. Μετά από περίπου 12 ώρες, οι πομποί κατέγραψαν βάθος 700 μέτρων και μετά καταστράφηκαν. Τότε ο Τετς δοκίμασε να ψαρέψει χέλια με τα δίχτυα. Τα έριξε 21 φορές. Έπιασε 1.300 ψάρια, αλλά ούτε ένα χέλι.
Απογοητευμένοι Γερμανοί

Οι τελευταίοι που προσπάθησαν μάταια να εξιχνιάσουν το μυστήριο της εξαφάνισης των χελιών ήταν δύο Γερμανοί επιστήμονες: ο Ντίτριχ Σνακ, του Ωκεανογραφικού Ινστιτούτου του Κίελ, και ο Χανς Φρίκε, του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ, στο Ζίβισεν. Ο πρώτος μετέφερε στη Θάλασσα των Σαργάσσων τέσσερα χέλια. Τα δύο δεν επέζησαν στο ταξίδι, το τρίτο εξαφανίστηκε από το μόνιτορ μετά από τέσσερις ώρες, ενώ το τέταρτο μετά από εφτά ώρες. Προτού καταστραφούν, οι ανιχνευτές πρόλαβαν κι έδειξαν 200 μέτρα βάθος και θερμοκρασία στους 19 βαθμούς Κελσίου. Αλλά και η απόπειρα του Χανς Φρίκε δεν είχε καλύτερη τύχη, παρόλο που ο Γερμανός επιστήμονας χρησιμοποίησε βαθυσκάφος. Έξι καταδύσεις και ούτε ένας λεπτοκέφαλος ούτε ένα χέλι. Άραγε είχε δίκιο ο Αριστοτέλης, ο οποίος πίστευε ότι το χέλι γεννιέται στα σπλάχνα της Γης; Η απάντηση ίσως δοθεί από την επόμενη αποστολή στη Θάλασσα των Σαργάσσων.



Στα Δυτικά παράλια της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, και σε μια έκταση που πιάνει τα 19      ναυτικά μίλια, απλώνεται ο Αμβρακικός κόλπος, που χωρίζει την Ήπειρο απ’ τη Στερεά και φτάνει απ’ τ’ ακρωτήρι του Ακτίου, μέχρι τους πρόποδες του Μακρυνόρους και την Αμφιλοχία.
  
Τα νερά του κόλπου είναι αβαθή, γεμάτα ύφαλους και νησάκια, και είναι αυτογραφικός αξιοσημείωτα σα μεσόβαθρα, γατί τα προσχωματικά βέλη των ποταμών, Άραχθου και Λούρου, γεφυρώνουν τις ακτές με τα νησιά αυτά, αλλάζοντας      συνεχώς την αυτογραφία του κόλπου, σχηματίζοντας,                                  βαλτότοπους και λιμνοθάλασσες. 


     
                                                                                                                                                        

 Σ’ αυτές τις λιμνοθάλασσες με  τα υφάλμυρα νερά, απ’ τα ποτάμια που χύνονται στον κόλπο και τις υποθαλάσσιες              πηγές που αναβλύζουν            παντού οξυγονώνοντάς τα,     δημιουργήθηκαν ιδανικές       συνθήκες, για την ανάπτυξη και διαβίωση, εκλεκτών ζωικών και φυτικών μορφών.
   

        

  
           Η άφθονη τροφή σε         φυτοπλαγκτόν και ζωοπλαγκτόν, μαζί με τις σπάνιες κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν ολόκληρο το χρόνο, κάνουν τον Αμβρακικό, να είναι μοναδικός στην έρευνα της υδροβιολογίας, με τις αναρίθμητες ποικιλίες, ζώων, φυτών, ψαριών και οστράκων, που ζούνε στα νερά του.












  Αυτός ο κόσμος, ο θαλασσινός  βιότοπος, όπως τον λένε οι  οικολόγοι, είναι ένας κόσμος μεγάλης φυσικής ομορφιάς, πού           με τις πλούσιες ποικιλίες ζωντανών οργανισμών, επηρεάζει αποφασιστικά τη ζωή στον πλανήτη μας.

       Για πολλά χρόνια, η επιστήμη είχε παραμέληση τα ψάρια και γενικός τα υδρόβια. Σήμερα αν και τάχει βάλει σε κάποια τάξη, δεν γνωρίζει παρά ελάχιστα.

      Υπάρχουν ψάρια, που περνούν όλη τους τη ζωή στον ίδιο τόπο, κι’ άλλα σαν τα αποδημητικά πουλιά, ξεκινούν σε τακτές ημερομηνίες και διανύοντας χιλιάδες μίλια, πάνε στον τόπο που γεννήθηκαν, ν’ αποθέσουν τα δικά τους αυγά.

                   Αλλά ανεβαίνουν να γεννήσουν στους ποταμούς (ποταμότοκα), και άλλα πηγαίνουν στη θάλασσα ή τους ωκεανούς, (θαλασσότοκα).
Ένα απ’ τα θαλασσότοκα, είναι και το χέλι.
Η ζωή του χελιού, ήταν άγνωστη και εξακολουθεί να δημιουργεί, πολλά ερωτηματικά.








Πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο Αριστοτέλης, πίστευαν πως τα γεννούσε η Γη, γιατί καθώς έσκαβαν το χώμα ανοίγοντας πηγάδια ή αυλακιές, τάβρισκαν μέσα στις φλέβες του νερού.

          Το 1856 ο Γερμανός φυσιοδίφης Κράους, τ’ ανακάλυψε σαν άγνωστα ψάρια στο στενό της Μεσσήνης. 
Καθώς τα είδε μακριά και με λεπτό κεφάλι, τα είπε λεπτοκέφαλα.

   Μετά 30 χρόνια, δύο Ιταλοί ιχθυολόγοι, διαπίστωσαν πως ήταν νεογέννητα χέλια και το 1920 ο Δανός ωκεανογράφος Σμίντ, μετά από μακρόχρονη έρευνα, ανακάλυψε πως γεννούνται την άνοιξη στη θάλασσα των Σαργασών, μεταξύ Αντίλλες και Βερμούδες.

 

       Εδώ, κάθε θηλυκό χέλι, γεννά έξη με οκτώ εκατ/ρια αυγά, αλίμενα με λάδι, για να επιπλέουν στη θάλασσα.






Εκκολάπτονται στον ήλιο και παίρνοντας το ζεστό ρεύμα του Γκόλφ-Στρίμ, ταξιδεύουν χωρίς κόπο, απ’ τον κόλπο του Μεξικού, για τις ακτές της Αγγλίας.

Μέχρι να φτάσουν στη Μεσόγειο, έχουν περάσει τρία με τέσσερα χρόνια. Το βάρος τους, είναι μισό γραμμάριο και το μήκος τους, δεν ξεπερνά τα οκτώ με δέκα εκατοστά.

         Φτάνοντας στις ακτές, αν και δεν έχουν φύλλο, χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
Η μια που αποτελεί τα θηλυκά, θα ανεβεί τους χείμαρρους και ποταμούς προχωρώντας βαθιά στην ενδοχώρα, ενώ η άλλη, θα παραμείνει στις λιμνοθάλασσες, και αποτελεί τα αρσενικά.

Οι λιμνοθάλασσες και τα βαλτοτόπια του Αμβρακικού, είναι οι μεγαλύτεροι δέκτες χελιών στη Μεσόγειο και έχει παρατηρηθεί μαζική άνοδος γόνου την άνοιξη, στις εκβολές των ποταμών Λούρου, Άραχθου, Καλαμά και Αχέροντα.

Το περίεργο είναι, πως χωρίς να γνωρίζουν αυτό το διαχωρισμό των χελιών, οι ψαράδες του Αμβρακικού που ασχολούνται με το ψάρεμά του, φτιάχνουν από παράδοση τα χελοϊβαρα στις λιμνοθάλασσες, κλείνοντας τα περάσματα με κλούβες και καλαμωτά, πιάνοντας ως επί το πλείστον, τ’ αρσενικά χέλια.


Η προετοιμασία για το ψάρεμα του χελιού αρχίζει απ’ την άνοιξη που παρατηρείτε και η μαζική άφιξη, του νέου γόνου. 
            Τα χελοϊβαρα,       ανοίγονται για 45 μέρες, καθαρίζονται οι κλούβες και πλέκεται η καινούρια καλαμωτή.







Το πλέξιμο της καλαμωτής είναι γραφικό, κοπιαστικό, και θέλει μεγάλη τέχνη.

Πλέκεται στο χέρι, με καλαμιά και άχυρο, που είναι βγαλμένο απ’ τις όχθες του χελοϊβαρου.

Το υλικό αυτό θα αντέξει στην αλμύρα και το σκουλήκι της λιμνοθάλασσας για ένα χρόνο, που θα ανοιχτεί ξανά και θα πλεχτή, η καινούργια καλαμωτή.

Αν και η καλαμωτή, θα μπορούσε να είναι από νάιλον πλέγμα ή δικτυωτό σύρμα, οι ψαράδες αυτοί, που ίσως είναι η τελευταία γενιά, προτιμούν το πλέξιμο της καλαμωτής, που τους δίδαξαν οι παλιότεροι, με τον τρόπο της πρωτόγονης, παραδοσιακής τέχνης.

Το κλείσιμο του χελοϊβαρου γίνετε σε μια η δυό το πολύ μέρες.

Η καλαμωτή απλώνεται απ’ τη μια άκρη του ιβαριού στην άλλη, κλείνοντας όλα τα περάσματα.


Απ’ τους αρμούς της, ο μικρός λεπτοκέφαλος, μπορεί εύκολα και να μπει στο ιβάρι, που θα του δώσει άφθονη τροφή, από οτιδήποτε ζωικό, μαλακόστρακο, ή και ψάρι ακόμη, για να συντηρηθεί.

    Ζώντας μέσα σ’ αυτό το φυσικό περιβάλλον, χωμένος στη λάσπη, περνά όλη του τη ζωή μετακινούμενος και τρώγοντας μόνο τις νύχτες. Μεγαλώνοντας, η καλαμωτή θ’ αποτελέσει το εμπόδιο, σαν έρθει η ώρα της μετανάστευσης, και θα τον οδηγήσει υποχρεωτικά μέσα στις κλούβες, απ’ όπου, θα τον βγάλουν οι ψαράδες με την απόχη.

                                                      Δίπλα στην καλαμωτή του χελοϊβαρου, κάθε ψαράς έχει ποντισμένη μια αυτοσχέδια βάρκα - αποθήκη για να βάζει τα χέλια, μέχρι να ρθει η μέρα της φόρτωσης σε ειδικά διαρυθμισμένα καράβια η αυτοκίνητα.

    Ένας ακόμα παραδοσιακός τρόπος ψαρέματος του χελιού στον Αμβρακικό, είναι και αυτός με τους βολκούς

   Οι βάρδιες είναι χώροι – περάσματα χελιών μέσα στη θάλασσα, που τάβραν οι παλιότεροι, ποιος ξέρει με ποιο τρόπο και  τ άφησαν κληρονομιά στα παιδιά τους.

                                             Αυτός που κατέχει ένα τόπο πέρασμα χελιών, του ανήκει δικαιωματικά και μ’ ένα άγραφο νόμο, ποτέ κανείς, δε θα διεκδικήσει να καταλάβει, το χώρο αυτό.

                           Οι βάρδιες, είναι οριοθετημένες με παλούκια μπηγμένα στο βυθό της θάλασσας, που θ’ απολέσουν το στήριγμα πάνω στο οποίο απλώσουν τους βολκούς οι ψαράδες, σαν έρθει η εποχή της μετανάστευσης των χελιών.
              Τα παλούκια αυτά, δεμένα το να με τ’ άλλο με χοντρό σύρμα, στερεώνονται γερά στους βράχους της ακτής.



Για τις βάρδιες, πλέκεται ένα ειδικό δίχτυ, μεγάλης αντοχής και περίσσιας τέχνης.


    Το δίχτυ αυτό λέγεται βολκός και είναι μια δικτυωτή σακούλα τριών με πέντε μέτρων μάκρος, χωρισμένη σε διαμερίσματα χωνιά, που μπαίνοντας μέσα το χέλι, δεν θα μπορέσει να ξαναβγεί.

Σαν έρθει το βαρυχείμωνο, απ’ τα μέσα του Νοέμβρη και μέχρι τα τέλη του Γενάρη, οι ψαράδες του χελιού είναι σε γενική επιφυλακή, ενώ όλες οι άλλες ψαρόβαρκες έχουν αράξει για τα καλά, μέσα στην ποταμιά του ψαραδολίμανου.

Όλοι περιμένουν την καταιγίδα που θα ξεσπάσει.

                                                       Το φεγγάρι πρέπει να είναι στη χάση του  κι’ ο    καιρός γυρισμένος στο νοτιά, να φέρει   το σύννεφο με τ’ αστραπό-βροντα, που θα δώσει την εντολή, για το ξεκίνημα.

            Έρχονται τότε οι ψαράδες με τα πριάρια τους στα περάσματα κ’ απλώνουν στις βάρδιες στους βολκούς, σε τρόπο ώστε να καλύπτετε μια απόσταση γύρο στα 15 με 20 μετρά πλάτος, απ’ την ακτή.

Από εδώ θα περάσουν υποχρεωτικά τα χέλια, ακολουθώντας το δρόμο των γονιών τους και μόνο το δρόμο αυτό, μέσα στην απέραντη θάλασσα, κατά ένα ανεξήγητο νόμο, όταν μια άγνωστη δύναμη, θα τα οδηγήσει στο μεγάλο ταξίδι, για τη θάλασσα των Σαργασσών.

      Μετά την τοποθέτηση των βολκών στις βάρδιες, τα πριάρια παίρνουν το δρόμο της επιστροφής χωρίς καθυστέρηση, μιας και ο καιρός την εποχή αυτή είναι στρομόκολος και δε ξέρει κανείς τι καιρό μπορεί να βγάλει, από τη μια στιγμή σε άλλη.

         Η μια μετά την άλλη οι ψαρόβαρκες σιγουρεύονται για τα καλά, μέσα στην ποταμιά και στα απάνεμα λιμανάκια του χελοίβαρου, μαζί με τα’ άλλα πλεούμενα, για να περάσουν προφυλαγμένα απ’ το κύμα και τον αγέρα, τις ώρες που έρχονται της κοσμοχαλασιάς.

Νυχτερινή καταιγίδα

Μέσα στο βαθύ σκοτάδι καθώς οι αστραπές αυλακώνουν τον ουρανό, τα χέλια αρχίζουν την έξοδό τους. Έχουν συμπληρωθεί 12 με 15 χρόνια από τότε που ήρθαν και τώρα, ήρθε η ώρα του γυρισμού.

                                                               Από παντού ξεπετάγονται χέλια….
Ενώνονται,,, σπρώχνονται ,,, σχηματίζοντας σιγά σιγά, μια τεράστια ουρά, μια ζωντανή μάζα, που όλο προχωρεί και όλο μεγαλώνει.
       
                           Τούτες τις            ώρες, το ένστικτο τα οδηγεί στο μεγάλο ταξίδι της ζωής και του θανάτου. Στον τόπο που γεννήθηκαν ….

Μετά τι γίνονται,,, που πηγαίνουν,, κανείς δεν ξέρει.

  Ένα είναι βέβαιο, πως πολλά απ’ αυτά, θα περάσουν απ’ τις βάρδιες, εκεί πού είναι απλωμένοι, οι βολκοί.

     Σαν ξημερώσει και καταλαγιάσει το κύμα απ’ τη νυχτερινή καταιγίδα, θα πάρουν οι ψαράδες τα πριάρια τους, να πάνε στις βάρδιες.
Η νευρικότητά τους, είναι φανερή και η αγωνία, μεγάλη.

            Αν πέσαν πολλά χέλια στις βάρδιες, οι βολκοί μπορεί να έχουν καταστραφεί η και να παρασύρθηκαν ακόμη, γιατί το χέλι έχει μεγάλη δύναμη.......Αν πάλι είναι λίγα,,, τι να γίνει... 
                Συνήθισαν να τραβούν τόσα χρόνια άδεια τα δίχτυα  και να ανέχονται τη φτώχεια.
Η πρώτη ματιά στις βάρδιες, δείχνει από μακριά, για την ψαριά,
Όταν ο βολκός βρίσκεται στον πάτο της θάλασσας, λέει πως έχει αρκετό χέλι,,, αν όμως είναι στον αφρό,,, τότε τα χέλια, θα έσπασαν ένα μάτι του βολκού κι απ’ τη μικρή τρυπούλα, θα έφυγε όλο το κοπάδι.

   Αφού μαζευτούν τα χέλια και  καθαριστούν καλά οι βολκοί  απ’ τα φύκια και τις γλίνες, θα ελεγχθούν με προσοχή και θα ξανα-ριχτούν στη θάλασσα, για την ερχόμενη βραδιά.

Τούτη η δουλειά, θα κρατήσει όσο και η χάση του φεγγαριού.
Μετά θα μαζευτούν οι βολκοί, για να ξαναριχτούν στην επόμενη χάση του φεγγαριού, το Δεκέμβρη και μετά το Γενάρη.

      Στα χελοϊβαρα, το μάζεμα του χελιού γίνεται πιο εύκολο και αποδίδει.

 Η απόχη, βουτά και ξανα-βουτά μέσα στις πύρες του ιβαριού.
 Εδώ το χέλι είναι πιο πολύ, γιατί δε μπόρεσε να ξεφύγει κανένα.
Οι πύρες του ιβαριού τα κράτησαν όλα.

                           Το πλήθος των   χελιών που πιάνονται εδώ, εξαρτάτε και απ’ το χώρο του χελοϊβαρου, που περικλείει τη λιμνοθάλασσα.




       

      Τα χέλια, αφού μαζευτούν,    θα τοποθετηθούν μέσα στις           κλούβες <αποθήκες> που έχει κάθε ψαράς, μέχρι να                      συγκεντρωθούν αρκετά και να έρθουν οι έμποροι, να τα                
πάρουν, συνήθως για εξαγωγή.

   
       Μες τα βαθιά χαράματα κάποιου χειμωνιάτικου πρωινού θ’ αρχίσει η φόρτωση.

Το χέλι που μπορεί να ζει ολόκληρους μήνες νηστικό, θέλει ιδιαίτερη φροντίδα, όταν βρεθεί έξω απ’ τη θάλασσα. Οι ψαράδες λένε, πως αν βραχεί απ’ το νερό της βροχής, θα σκάση.

   Πριν την παραλαβή, θα χωριστούν σε κατηγορίες και μεγέθη. 
       Θα ζυγιστούν και θα          φορτωθούν στο ειδικά διαρρυθμισμένα αυτοκίνητα, για το εξωτερικό, όπου και θα πουληθούν ζωντανά.

Σαν ήμασταν παιδιά, θυμάμαι ένα και δυό πολλες φορές καράβια σε τούτα τα νερά, να φορτώνουν χέλια,,, και μεις το παιδομάνι,,, γύρω - τριγύρω, μες το θαμπόφωτο του χειμωνιάτικου πρωινού, χαζεύαμε, περιμένοντας, γι’ αυτό που θα περισσέψει.

Όμως τα τελευταία χρόνια, η παραγωγή έχει πέσει πολύ χαμηλά και συνεχίζεται χρόνο με το χρόνο… Η μόλυνση έκανε και δω τη δουλειά της, καταστρέφοντας το γόνο και τη σοδιά,,, και οι λιγοστοί ψαράδες, δεμένοι με τα πατροπαράδοτα ψαρέματα, μάταια αγωνίζονται να βρουν ένα τόπο, που να κρατά το ψάρι.





Όμως, ο αγώνας του ψαρά για την επιβίωση συνεχίζεται, χειμώνα ή καλοκαίρι, μέρα ή νύχτα, με ήλιο ή με βροχή, για ένα κομμάτι ψωμί,,, κι αυτό,,, μεροδούλι μεροφάι.

 Σενάριο   Γ. Μπελεσιώτη